Site icon Autonome Antifa

H Ομίχλη του Πολέμου (δηλαδή η συντονισμένη εκπομπή βλακείας μέσω καλωδίων και πως να την αποφύγουμε)

Και τώρα που πέσανε μπόμπες τόσο κοντά, πώς σκατά θα καταλάβουμε τι συμβαίνει; Μπορεί να ήταν αυτό το ερώτημα που σας οδήγησε να πατήσετε κλικ στην ταπεινή μας ιστοσελίδα, περιμένοντας καμιά «άμεση ανάλυση» σαν κι αυτές της Καθημερινής. Εμείς, βέβαια, έτσι κι αλλιώς δεν κάνουμε τέτοιες, πόσο μάλλον μέσω διαδικτύου! Προς το παρόν, όμως, θέλουμε να υπενθυμίσουμε το εξής: αυτό το ερώτημα, που σίγουρα έχει ξεπηδήσει σε αμέτρητα κεφάλια τις τελευταίες ημέρες με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία και ψάχνει για γρήγορες απαντήσεις μεταξύ άλλων και σε σάιτ σαν το δικό μας, είναι φυσικά τελείως λανθασμένο, όπως κάθε ερώτημα που ξεκινά με το γεμάτο έκπληξη «και τώρα;». Γι’ αυτό και όλες οι απαντήσεις, που είμαστε σίγουροι ότι σχηματίστηκαν σε εξίσου αμέτρητα κεφάλια, είναι επίσης τελείως λανθασμένες. Υποπτευόμαστε μάλιστα ότι περιλαμβάνουν καλωδίωση σε κάθε λογής media, social και μη, από το facebook και την τηλεόραση ως τα περιθωριακά μπλογκ και κατανάλωση τόνων από συγκλονιστικά βίντεο, ανατριχιαστικές φωτογραφίες και «ζωντανές ειδήσεις» από τα πεδία της μάχης.

Όμως, η στιγμή της πολεμικής σύρραξης είναι η στιγμή στην οποία οι μηχανισμοί προπαγάνδας όλων των κρατών, είτε εμπλέκονται άμεσα στην σύρραξη αυτή είτε όχι, δουλεύουν στο φουλ με σκοπό το διανοητικό μας σακάτεμα και την καταναγκαστική προσκόλληση μας στο «τώρα». Σύμφωνα με αυτή την επιβεβλημένη «λογική» οφείλουμε να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια λογικής ερμηνείας και να επικεντρώσουμε το βλέμμα μας σε μια βόμβα που πέφτει και κάνει μεγάλο μπαμ, σε ένα κτίριο που καταρρέει, σε μια αρμάδα τανκ που προελαύνει. Κι έτσι, θα είμαστε αυτό που λένε ενημερωμένοι… Στην πραγματικότητα, τίποτα από όλα όσα συμβαίνουν δεν μπορεί να ερμηνευθεί «τώρα». Και καμία εξήγηση απ’ αυτές που «τώρα» δίνονται δεν μπορεί να μας είναι χρήσιμη. Η αντίληψη ότι μπορεί κανείς να καταλάβει τι γίνεται, δίχως να λογαριάζει την ιστορία του, είναι μια αντίληψη που το κράτος φοράει καπέλο με το ζόρι στους υπηκόους του προκειμένου να εντείνει την σύγχυση και τον πανικό τους.

Μέσα στην σύγχυση και τον πανικό, χρήσιμα ερωτήματα είναι φυσικά αδύνατον να τεθούν, οπότε μένει μόνο το «και τώρα τι σκατα;» που, είπαμε, οδηγεί στην καλωδίωση. Από την άλλη, στις περιπτώσεις, όπως η δική μας, όπου τα ζητήματα του διακρατικού ανταγωνισμού απασχολούν για καιρό και με σύστημα (ό,τι μπορούμε κάνουμε…), υπάρχουν μερικές γενικές θέσεις που μπορούν να χρησιμεύσουν ως αφετηρία για τα επομενα γόνιμα ερωτήματα. Ας τις πούμε, για την περίπτωση που δεν τις ξέρετε ήδη:

α) Αυτά που τραβάμε δέκα χρόνια τώρα «λόγω δημοσιονομικης κρίσης» κι αυτά που τραβάμε δύο χρόνια τώρα «λόγω «πανδημίας», συνδέονται άμεσα, πρώτον μεταξύ τους και δεύτερον με τις τελευταίες πολεμικές εξελίξεις.
β) Αυτές οι τελευταίες πολεμικές εξελίξεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διακρατικών ανταγωνισμών που από το ’90 και μετά έχει οδηγήσει σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη.
γ) Το ελληνικό κράτος δεν είναι εξαρτημένο, αλλά ενεργός παίκτης σ’ αυτούς τους ανταγωνισμούς. Εδώ και τριάντα χρόνια αναζητά τις ευκαιρίες να συμμετάσχει όπου κρίνει ότι το συμφέρει.
δ) Εδώ και τριάντα χρόνια οι φιλοδοξίες των κρατών πέρα απ’ τα σύνορα τους και το διαρκές τζαρτζάρισμα με τους ανταγωνιστές τους μεταφράζονται σε πειθαρχία και βίαιη συγκρότηση εθνικής ενότητας στο εσωτερικό. Αυτή η διαδικασία κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της «πανδημίας».

Ξεκινώντας από αυτές τις θέσεις μπορεί κανείς να θέτει γόνιμα ερωτήματα και τελικά να φιλοδοξεί να βγάλει νόημα από εξελίξεις σαν κι αυτές στην Ουκρανία, με τρόπο πολιτικά ωφέλιμο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχει υπ’ όψη ότι η οικοδόμηση μιας ταξικά χρήσιμης αφήγησης γύρω από τον παγκόσμιο διακρατικό ανταγωνισμό και το πως επηρεάζει τις κοινωνίες και τις ζωές μας απαιτεί συστηματική δουλειά. Δουλειά που δεν μπορεί να υποκατασταθεί καταπίνοντας αμάσητη πληροφορία στο διαδίκτυο, του παρόντος κειμένου συμπεριλαμβανομένου. Δουλειά δίχως την οποία η παράδοση στο χαζοκούτι είναι μονόδρομος.

Οπότε να πως προσπαθούμε να αποφύγουμε εμείς την συντονισμένη εκπομπή βλακείας. Αντί να πέσουμε με τα μούτρα στις «άμεσες αναλύσεις» των ηλεκτρονικών εφημερίδων και τα «ζωντανά ρεπορτάζ» τους (το ομολογούμε, η αντίσταση ήταν κομματάκι δύσκολη), ανατρέξαμε στις προηγούμενες φορές που είχαμε προσπαθήσει να απαντήσουμε τέτοια ερωτήματα. Επιστρέψαμε στην μπροσούρα «Η Στρατηγική της Ανατολικής Μεσογείου»[1]Η Στρατηγική της Ανατολικής Μεσογείου …ή αλλιώς, η Συμμετοχή του Ελληνικού Κράτους στον Παγκόσμιο Πόλεμο, … Continue reading που μιλά για την ιστορία των παγκόσμιων διακρατικών ανταγωνισμών κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Βρήκαμε τα άρθρα της στήλης Περίπτερο από το περιοδικό Antifa που μιλούσαν για την ιστορία της εν λόγω περιοχής και τα σχέδια που τίθενται εκεί σε εφαρμογή εδώ και δεκαετίες.[2]Για παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να διαβάσει το Τι Γυρεύει το Ξανθό Γένος στην Δαμασκό;, περιοδικό Antifa, … Continue reading Θυμηθήκαμε την σειρά κειμένων Το Πείραμα που περιγράφει την «πανδημία» ως γλώσσα του διακρατικού ανταγωνισμού.[3]Την σειρά κειμένων αυτή μπορεί κανείς να την βρει στο autonomeantifa.gr > antifa speaking. Θα χρειαστεί να σκρολάρει και … Continue reading Αναζητήσαμε τις στιγμές που τα αφεντικά μιλούν για την ιστορία των τελευταίων εξελίξεων, αντί να μας μεταδίδουν «τώρα» τι συμβαίνει. Απ’ αυτές τις τελευταίες, επιλέξαμε το παρακάτω άρθρο, το μεταφράσαμε και σας το σερβίρουμε εδώ. Μας φάνηκε χρήσιμο, ακριβώς γιατί δεν λέει λέξη για την Ουκρανία, αντιθέτως μιλά για την ιστορία των στρατηγικών όλων των εμπλεκόμενων παικτών, από τη σκοπιά των Δυτικών αφεντικών.

Καθώς το διαβάζετε, κρατήστε κατά νου τις βασικές θέσεις που παραθέσαμε παραπάνω, αλλιώς πρόκειται απλά για ένα μάτσο άχρηστες κι ακατανόητες λέξεις. Κατά τα άλλα, θέλουμε να ξέρετε πως ακολουθούμε κι εμείς πιστά τις συμβουλές που παραθέσαμε παραπάνω, και  θα επανέλθουμε στο ζήτημα σύντομα, όπως του αξίζει: στο χαρτί και στους τοίχους.


Ο Εφιάλτης της Ευρασίας

Η Κινεζο-Ρωσική Σύγκλιση και το Μέλλον της Αμερικανικής Τάξης Πραγμάτων[4] Hal Brands, “The Eurasian Nightmare”, Foreign Affairs, 25/02/2022

Το κύριο στρατηγικό πρόβλημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η σύγκλιση των δύο βασικών αντιπάλων τους, της Ρωσίας και της Κίνας. Δυο κράτη που δεν μοιράζονται πάντα ούτε την συμπάθεια ούτε την εμπιστοσύνη, παρόλα αυτά αποκομίζουν αμφότερα μεγάλα οφέλη από τις ταυτόχρονες επιθέσεις που εξαπολύουν απέναντι στην υπάρχουσα διεθνή τάξη πραγμάτων. Καθώς αμφισβητούν την ισορροπία των δυνάμεων και στις δύο μεριές της Ευρασίας, η Μόσχα και το Πεκίνο συγκλίνουν απειλητικά με ολοένα και περισσότερους τρόπους.

Η Κίνα αρνήθηκε να καταδικάσει την θρασύτατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αντιθέτως, ανήμερα της ρωσικής επίθεσης, κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «έριξαν λάδι στην φωτιά». Η μη καταδίκη από μεριάς Κίνας αποτελεί τμήμα ενός συνολικότερου μοτίβου Σινορωσικής σύγκλισης, καθώς τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα χρησιμοποιούν παλιές και νέες μεθόδους για να ανατρέψουν το παγκόσμιο στάτους κβο. Τον Ιανουάριο του 2022, η Κίνα υποστήριξε δημόσια την ρωσική παρέμβαση στο Καζακστάν, που είχε σκοπό να καταπνίξει μια «πολύχρωμη επανάσταση» η οποία λάμβανε χώρα στην κοινή πίσω αυλή των δύο χωρών. Στις αρχές του Φεβρουαρίου, ο Ρώσος πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, εξέδωσαν μια μακροσκελή κοινή ανακοίνωση με την οποία επιδοκίμαζαν τις προσπάθειες να περιοριστεί η επιρροή των Η.Π.Α. στο εγγύς εξωτερικό τους, επιτίθονταν στις συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτηρίζοντας τες απολιθώματα του Ψυχρού Πολέμου, υπεραμύνονταν των δικών τους αυταρχικών τρόπων διακυβέρνησης και ανακήρυτταν ότι η Σινορωσική φιλία «δεν έχει όρια». Όλα αυτά έρχονται σε συνέχεια της αύξησης της συνεργασίας τους στον στρατιωτικό, οικονομικό, διπλωματικό και τεχνολογικό τομέα. Και στο μέλλον αναμένονται ακόμα περισσότερα: όσο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία παγιώνει την ένταση μεταξύ του Πούτιν και της Δύσης, τόσο περισσότερο υπογραμμίζει την ανάγκη του για υποστήριξη από το Πεκίνο.

Η Σινορωσική σύγκλιση δίνει και στις δύο δυνάμεις περισσότερη ευελιξία, καθώς αναδεικνύει το πρόβλημα των δύο μετώπων που αντιμετωπίζει η Ουάσινγκτον: οι Ηνωμένες Πολιτείες, έρχονται πλέον αντιμέτωπες με ολοένα και πιο επιθετικούς ανταγωνιστές σχεδόν της ίδια ισχύος, σε δύο ξεχωριστά θέατρα επιχειρήσεων, την Ανατολική Ευρώπη και τον Δυτικό Ειρηνικό, θέατρα τα οποία απέχουν μεταξύ τους χιλιάδες μίλια. Η Σινορωσική συνεργασία, παρότι εύθραυστη και αμφίσημη, αναδεικνύει την πιθανότητα οι δύο ανταγωνισμοί στους οποίους συμμετέχει η Αμερική να ενωθούν και να μετατραπούν σε μία μάχη, απέναντι στον άξονα του αυταρχισμού. Αλλά ακόμη και αν δεν φτάσουμε εκεί, η παρούσα κατάσταση έχει αναβιώσει τον μεγάλο γεωπολιτικό εφιάλτη της σύγχρονης εποχής: μια αυταρχική δύναμη, ή μια συνεννόηση δυνάμεων [entente], που πασχίζει να κυριαρχήσει στην Ευρασία, το σημαντικότερο θέατρο επιχειρήσεων από στρατηγική σκοπιά στον κόσμο.

Η ιστορία του εφιάλτη εκτείνεται πίσω στα γραπτά του πολιτικού γεωγράφου Χάλφορντ Μάκιντερ [Halford Mackinder] ο οποίος το 1904 προειδοποιούσε ότι η επερχόμενη εποχή θα καθοριζόταν από προσπάθειες κυριαρχίας στην Ευρασία και τους τριγύρω ωκεανούς με εξαιρετικά υψηλά διακυβεύματα. Η προφητεία εκπληρώθηκε με τους δύο κατακλυσμιαίους θερμούς πολέμους και τον παγκόσμιο ψυχρό πόλεμο που ακολούθησαν. Το όραμα του Μάκιντερ έχει γίνει εκ νέου επίκαιρο στον εικοστό πρώτο αιώνα: οι αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών, εργάζονται προκειμένου να δημιουργήσουν μια αναθεωρημένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, η οποία στον πυρήνα της θα έχει μια αυταρχική Ευρασία.

Η Καρδιά του Κόσμου

Ο Μάκιντερ, πατέρας της γεωπολιτικής σύμφωνα με πολλούς, υποστηρίζει στην θεωρία του περί «περιοχής-άξονα», η οποία ανήκει στον τομέα της πολιτικής γεωγραφίας, καθώς και σε επόμενες εκδόσεις του, ότι τρεις επαναστάσεις οδηγούσαν την Ευρασία να καταλάβει το επίκεντρο των διεθνών υποθέσεων. Πρώτη, η αποικιοκρατία στην Αφρική και σε μεγάλο μέρος της Ασίας, έδειχνε ότι οι προοπτικές για εύκολη επέκταση των αυτοκρατοριών εξαλείφονταν και προμήνυε ακόμη πιο άγριες μάχες των μεγάλων δυνάμεων στην Ευρασία, το γεωπολιτικό πυρήνα της υφηλίου. Δεύτερη, η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων καθιστούσε δυνατή την προβολή ισχύος σε τεράστιες περιοχές και άνοιγε νέες ευκαιρίες κατάκτησης της χερσαίας μάζας της Ευρασίας. Τρίτη, η ταχύτατη δημιουργία βιομηχανικών οικονομίων από μη-φιλελεύθερα κράτη τούς εξασφάλιζε την δυνατότητα να εξαπολύσουν τρομακτική καταστολή στο εσωτερικό και δραματική επέκταση στο εξωτερικό. Αν κάποιο από αυτά τα κράτη κατόρθωνε να κυριαρχήσει στην Ευρασία, τότε θα ήταν δυνατό να κυριαρχήσει και πλανητικά.

Η Ευρασία, σημείωνε ο Μάκιντερ, είχε υπό τον έλεγχο της το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού και τις περισσότερες δυνατότητες για βιομηχανική ανάπτυξη. Μια δύναμη ή μια συμμαχία η οποία θα κατόρθωνε να ελέγξει τους πόρους της Ευρασίας, θα μπορούσε στη συνέχεια να φτιάξει ασυναγώνιστο ναυτικό και να εξαπλώσει τα όρια της αυτοκρατορίας της πέρα από την θάλασσα. Επομένως, οι επερχόμενες γεωπολιτικές εντάσεις επρόκειτο να λάβουν χώρα σε αυτήν την ζωτικής σημασίας χερσαία έκταση και γύρω της. Οι προσπάθειες των αυταρχικών να επεκταθούν θα πυροδοτούσαν την σύγκρουση με συνασπισμούς αποτελούμενους από θαλάσσιες δυνάμεις, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, και χερσαίους συμμάχους των οποίων η ύπαρξη θα απειλούταν από τους ηγεμόνες της Ευρασίας.

Ο Μάκιντερ έπεσε έξω σε πολλά: οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην ισορροπία της Ευρασίας δεν προήλθαν αρχικά από την Ρωσία, όπως ανέμενε, αλλά από την Γερμανία και την Ιαπωνία. Αυτό ήταν που οδήγησε τον ειδικό της στρατηγικής Νίκολας Σπάικμαν [Nicholas Spykman] να ισχυριστεί ότι τα πιο κρίσιμα θέατρα επιχειρήσεων για την υπερήπειρο αυτήν, δεν ήταν η ρωσική «περιοχή-άξονας» αλλά οι «δακτύλιοι» της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας. Αλλά ο Μάκιντερ είχε πέσει μέσα στις βασικές εκτιμήσεις του. Οι τρεις σημαντικότερες αναμετρήσεις του εικοστού αιώνα, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ψυχρός Πόλεμος, ήταν συμπλοκές μεταξύ των αυταρχικών κρατών τα οποία επεδίωκαν να κυριαρχήσουν σε τεράστια τμήματα της Ευρασίας και των γειτονικών ωκεανών, και των αμφίβιων συμμαχιών με κέντρο πρώτα το Λονδίνο και έπειτα την Ουάσινγκτον οι οποίες επεδίωκαν να τα ανασχέσουν.

Τα χαρακτηριστικά αυτών των ανταγωνισμών άλλαζαν με τον χρόνο. Η Γερμανία και η Ιαπωνία προσπαθούσαν να πετύχουν την απόλυτη κατάκτηση, συχνά με την χρήση νέων τεχνολογιών, όπως τα τανκ και η τακτική αεροπορία, τα υποβρύχια και τα αεροπλανοφόρα, ώστε να προβάλλουν την ισχύ τους σε πρωτοφανή κλίμακα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το πυρηνικό αδιέξοδο οδήγησε την Σοβιετική Ένωση να βασιστεί κυρίως στον στρατιωτικό εκφοβισμό, την υποκίνηση πολιτικής ανατροπής και στις υποτελείς σε αυτήν δυνάμεις. Παρόλα αυτά, το διακύβευμα παρέμεινε απαράλλαχτο: οι πολιτικοί των Ηνωμένων Πολιτειών, από τον Γούντροου Ουίλσον [Woodrow Wilson] μέχρι τον Τζορτζ Κένναν [George Kennan] κατανοούσαν ότι μια εχθρική, αυταρχική Ευρασία θα μπορούσε τελικά να αλλάξει τον κόσμο εκ βάθρων. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο μεσολάβησε μια μικρή ανάπαυλα, αλλά σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται αντιμέτωπες ξανά με μια νέα εκδοχή του παλιού εφιάλτη.

Οι Απόπειρες Ηγεμονίας

Ο παρών Σινορωσικός συνεταιρισμός δεν μπορεί παρά να εγκαλεί την Σινοσοβιετική συμμαχία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά μια καλύτερη αναλογία ίσως μπορεί να βρεθεί στην Γερμανία και την Ιαπωνία πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρότι επίσημα σε συνασπισμό, το Τόκιο και το Βερολίνο υπήρξαν αμφίσημοι, καχύποπτοι σύμμαχοι με μακροπρόθεσμα οράματα που διέφεραν θεμελιωδώς. Παρόλα αυτά, και οι δύο δυνάμεις είχαν αφοσιωθεί στην ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων κι επίσης κάθε μια επωφελούταν από το χάος που έσπερναν οι ενέργειες της άλλης.

Μέχρι σήμερα, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα έχουν εμπλακεί σε οτιδήποτε που να προσομοιάζει επιθετικότητα Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά και οι δύο χώρες απεχθάνονται την διεθνή τάξη πραγμάτων υπό τον έλεγχο της Αμερικής διότι η αμερικανική επιρροή εμποδίζει τον δρόμο τους προς την κυριαρχία στις διεθνείς υποθέσεις και ακόμα διότι οι φιλελεύθερες αρχές από τις οποίες εμφορείται το διεθνές σύστημα, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις αντιφιλελεύθερες επιταγές που κατασκευάζουν οι ηγέτες τους στο εσωτερικό. Η Κίνα κι η Ρωσία, μπορεί να έχουν ξεχωριστούς σκοπούς, αλλά μαζί αποτελούν μια ενιαία πρόκληση για την γεωπολιτική ισορροπία στην Ευρασία και παραπέρα.

Οι δυνατότητες της Κίνας είναι μεγαλύτερες από της Ρωσίας κι αυτό κάνει τις κινήσεις της πιο θρασείς. Το Πεκίνο αποσκοπεί στον εξοστρακισμό της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών από τις θαλάσσιες περιοχές της Ασίας προκειμένου να παγιώσει μια σφαίρα επιρροής η οποία θα περικλείει μεγάλο κομμάτι του Δυτικού Ειρηνικού. Την ίδια στιγμή, η Κίνα απλώνει τα χέρια της στο εσωτερικό της Ευρασίας μέσω επενδύσεων και προγραμμάτων υποδομής, όπως η πρωτοβουλία «Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος» [Belt and Road Initiative] και τον Ψηφιακό Δρόμο του Μεταξιού, τα οποία της δίνουν την δυνατότητα να επεκτείνει την επιρροή της, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική, στην Νοτιοανατολική Ασία, στην Κεντρική Ασία και σε περιοχές ακόμη παραπέρα. Με δυο λόγια, το Πεκίνο προσπαθεί να οικοδομήσει μια υβριδική ηγεμονία, στην στεριά και στη θάλασσα.

Οι απόπειρες της Κίνας διασταυρώνονται με τις προσπάθειες της Ρωσίας να αναθεωρήσει το στάτους κβο. Εδώ και χρόνια, ο Πούτιν επιθυμεί διακαώς να εγκαθιδρύσει εκ νέου την ρωσική κυριαρχία από την Κεντρική Ασία ως την Ανατολική Ευρώπη. Ο Πούτιν μοιάζει να οραματίζεται μια Ευρώπη εντός της οποίας το ΝΑΤΟ θα επιστρέψει πίσω από τα σύνορα του Ψυχρού Πολέμου και η σχέση του με την Ουάσινγκτον θα έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα. Μετά τις αρχές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, η Ρωσία ανακτά την δύναμη της και έτσι η Μόσχα έχει επίσης προβάλλει την ισχύ της στην Αρκτική, στον Βόρειο Ατλαντικό, στην Μέση Ανατολή και άλλα θέατρα επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κάποια από τις πλευρές της. Η Μόσχα δεν ελπίζει να οικοδομήσει μια ρωσοκεντρική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, αλλά μπορεί να αποδυναμώσει το υπάρχον σύστημα από την μια πλευρά, την ίδια στιγμή που η Κίνα τού επιτίθεται από την άλλη.

Όπως και κατά την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, έτσι και τώρα οι προσπάθειες για επέκταση στην Ευρασία αντανακλούν την ευμετάβλητη φύση της παγκόσμιας ισχύος. Η ανέγερση στόλου από το Πεκίνο που έσπασε κάθε ρεκόρ, η κατά συρροήν επιθετικότητα της Μόσχας απέναντι στους απείθαρχους γείτονές της και οι προσπάθειες αμφότερων των χωρών να ανατρέψουν εκ βάθρων την στρατιωτική ισορροπία σε περιοχές-κλειδιά όπως η Ανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Ασία, αποδεικνύουν ότι η σκληρή ισχύς εξακολουθεί να είναι της μόδας. Εντωμεταξύ και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν επίσης καινοτόμες μεθόδους προκειμένου να αποδυναμώσουν τους ανταγωνιστές τους και να επεκτείνουν την επιρροή τους: οι ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις και οι εκστρατείες ψηφιακής παραπληροφόρησης βρίσκουν τα ομόλογά τους σχέδια στα προγράμματα υποδομής της Κίνας, στις προσπάθειες της να ελέγξει τα 5G δίκτυα του πλανήτη και άλλες μη στρατιωτικές κινήσεις που διευρύνουν τον παγκόσμιό της αντίκτυπο.

Μαζί, αλλά και χώρια

Καθώς τόσο η Κίνα όσο κι η Ρωσία, προσπαθούν να τσακίσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, δεν προξενεί έκπληξη ότι αυτή τους η σύγκλιση έχει οδηγήσει και σε συνεργασία. Λέγεται ότι οι δύο χώρες έχουν ανταλλάξει συμβουλές πάνω στην διαχείριση του διαδικτύου και τον έλεγχο της ανυπακοής στο εσωτερικό. Επίσης, μέσω του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάη, έχουν εργαστεί προκειμένου να οχυρώσουν την θέση φιλικών δικτατόρων στην Κεντρική Ασία. Οι διμερείς εμπορικές, οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας έχουν διευρυνθεί, ενώ το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν ανταλλάξει σημαντική, πλην καμιά φορά σιωπηλή, διπλωματική υποστήριξη στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Εξίσου μεγάλη σημασία έχει και η ολοένα και διευρυνόμενη στρατιωτική τους σχέση η οποία περιλαμβάνει κοινές ασκήσεις στις θάλασσες της Κεντρικής Ασίας, της Βαλτικής και της Νότιας Κίνας, ανταλλαγές εξοπλισμού και ραγδαία αναπτυσσομένη τεχνολογική συνεργασία, μέρος της οποίας συμβαίνει κατά πάσα πιθανότητα στα κρυφά.

Παρόλα αυτά, ο βαθμός στον οποίο το Πεκίνο και η Μόσχα συνεργάζονται επίσημα είναι ανεπαρκής δείκτης της εγγύτητας τους διότι και οι δύο βοηθούν αλλήλοις απλώς και μόνο κυνηγώντας τα δικά τους συμφέροντα. Όταν η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν την παραπληροφόρηση και την στρατηγική της διαφθοράς προκειμένου να ανακατευτούν στις φιλελεύθερες κοινωνίες ή όταν προσπαθούν να κάνουν τους διεθνείς οργανισμούς να επιδείξουν κατανόηση στην αντιφιλελεύθερη διακυβέρνηση, τότε συμβάλλουν στην διεθνή ανάδυση του αυταρχισμού η οποία είναι επωφελής και για τα δύο κράτη. Και το στρατηγικό επίπεδο είναι που τα οφέλη της σύγκλισης είναι περισσότερο εμφανή. 

Tόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα φαίνεται να έχουν πάρει μαθήματα ζωτικής σημασίας από την σοβιετική ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο: δεν είναι πολύ καλή στρατηγική να ανταγωνίζεσαι την Ουάσινγκτον σε ένα μέτωπο ενώ ανταγωνίζεσαι παράλληλα έναν δεύτερο εχθρό σε κάποιο άλλο μέτωπο. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν καταλήξει, λοιπόν, να σταθούν «πλάτη με πλάτη» κατά μήκος των κοινών ευρασιατικών τους συνόρων, πράγμα που τις απελευθερώνει ώστε να επικεντρωθούν στην διάβρωση της τάξης πραγμάτων που διευθύνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ρωσική Άπω Ανατολή, για παράδειγμα, φιλοξενεί τώρα λιγότερο στρατιωτικό δυναμικό από οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά την στιγμή που οι δυνάμεις των Ναζί βρέθηκαν έξω από τις πύλες της Μόσχας το 1941. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η μείωση των εντάσεων με την Κίνα επιτρέπει στην Ρωσία να επικεντρωθεί στον εκφοβισμό της Δύσης. Με την ίδια λογική, η εκδήλωση ταυτόχρονων απειλών από την Κίνα και την Ρωσία εμποδίζει την Ουάσινγκτον από το να συγκεντρώσει την ισχύ της εναντίον οποιουδήποτε από τους δύο ανταγωνιστές και την αφήνει έκθετη στα ραπίσματα δύο ξεχωριστών αντιπάλων. Οι σινορωσικές σχέσεις δεν αποτελούν συμμαχία αλλά δεν χρειάζεται και να αποτελέσουν προκειμένου να προκαλούν πονοκέφαλο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η συνεργασία έχει πραγματικούς περιορισμούς. Η Ρωσία και η Κίνα πιθανότατα δεν θα υπερασπιστούν η μία την άλλη σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ουάσινγκτον, παρότι μπορεί να αναζητήσουν υπόκωφους τρόπους, όπως η ανταλλαγή πληροφοριών ή η απειλητική παράταξη στρατευμάτων, προκειμένου να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να νικήσουν τον ένα αντίπαλο και μετά να επικεντρωθούν στον άλλον. Η Ρωσία, έχοντας εισβάλλει στην Ουκρανία και αντιμετωπίζοντας συνολικές κυρώσεις από την Δύση, δεν θα βρει επαρκή οικονομική υποστήριξη από το Πεκίνο, εν μέρει διότι η Κίνα δεν είναι πρόθυμη να προκαλέσει την οικονομική οργή της ηγεμονικής δύναμης μπαίνοντας σε ένα παιχνίδι επιβολής κυρώσεων μεγάλης κλίμακας. Εντάσεις εκδηλώνονται και στην Κεντρική Ασία όπου δεν είναι δυνατόν να κυριαρχούν και οι δύο δυνάμεις ταυτόχρονα· και στην Αρκτική, όπου η Ρωσία είναι κυρίαρχη δύναμη και η Κίνα προσπαθεί να παρεισφρήσει· και στην Αφρική, όπου η Μόσχα παράγει αποσταθεροποίηση η οποία καθόλου δεν βοηθάει τις προοπτικές αποπληρωμής των κινέζικων δανείων. Τελικά, η συνολική σύγκρουση συμφερόντων θα μπορούσε να γίνει σοβαρή, διότι η Ρωσία καμία διάθεση δεν θα είχε να αποτελεί κομμάτι του σινοκεντρικού κόσμου που οραματίζεται ο Σι.

Προς το παρόν, ωστόσο, το πρόβλημα της Ουάσινγκτον στην Ευρασία μόνο χειρότερο θα γίνει: οι απειλές προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων εντείνονται και η πολεμική διάθεση των αντιπάλων της οξύνεται ταυτόχρονα και στις δύο μεριές της χερσαίας έκτασης. Παρότι οι τελικοί στόχοι του Σι και του Πούτιν αποκλίνουν, οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι τους μπορούν να τους κρατήσουν κοντά για τα επόμενα χρόνια.

Σπάζοντας το Τρίγωνο των Μεγάλων Δυνάμεων

Μια λύση για αυτό το πρόβλημα προσφέρει η ιστορία, αλλά η προφανής απάντηση, δηλαδή η προσπάθεια να στραφεί η Μόσχα εναντίον του Πεκίνου με παραχωρήσεις και διπλωματία, είναι λανθασμένη. Παρότι τέτοιες ιδέες μπορεί να δελεάζουν τους παρατηρητές στην Ουάσινγκτον και την Ευρώπη που ελπίζουν να αλλάξουν προς το καλύτερο την στρατηγική γεωμετρία του τριγώνου των μεγάλων δυνάμεων, οι σινορωσικές εντάσεις δεν είναι ακόμα αρκετά οξυμένες ώστε να οδηγήσουν σε ένα ρήγμα όπως αυτό που συνέβη στα τέλη του 1960 και είναι επίσης βέβαιο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να εξαγοραστεί η ρωσική συνεργασία θα γυρίσουν μπούμερανγκ.

Ο Πούτιν έχει ξεκαθαρίσει ότι το τίμημα προκειμένου να επέλθει αποκλιμάκωση με την Δύση θα ήταν να ανατραπούν οι μεταψυχροπολεμικοί διακανονισμοί στην Ευρώπη. Κι ακόμα κι αν προσφερόταν στον Πούτιν μια τέτοια ευκαιρία, ίσως να συμπέρανε ότι η στρατηγική πίεσης του αποδίδει κι άρα να ασκούσε ακόμη περισσότερη πίεση. Δεν υπάρχει διπλωματική λύση για την σινορωσική ευθυγράμμιση η οποία να μην περιλαμβάνει σημαντική αποδυνάμωση της θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών σε κάποια άκρη της ευριασιατικής χερσαίας μάζας. Και δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι η αποτελεσματική παγκόσμια πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να αντέξει τέτοιο πλήγμα.

Ένα χρησιμότερο δίδαγμα από την ιστορία είναι ότι ίσως να μην υπάρχει καλύτερη εναλλακτική από το να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και στις δύο μεριές της Ευρασίας παράλληλα. Το 1940 και το 1941 ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ [Franklin Roosevelt] αρνήθηκε τις συμβουλές εκείνων που ισχυρίζονταν ότι έπρεπε να κατευνάσει την Ιαπωνία προκειμένου να επικεντρωθεί στην ναζιστική Γερμανία, διότι αναγνώριζε ότι και οι δύο χώρες συνιστούσαν θανάσιμες απειλές στο όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών για την διεθνή τάξη πραγμάτων. Αργότερα, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ επιχείρησαν να ανασχέσουν και την Κίνα και την Σοβιετική Ένωση, αφού συμπέραναν ότι δεν υπήρχε αποδεκτός τρόπος να τις χωρίσουν εκείνο το διάστημα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τους συμμάχους τους έχουν την ωμή ισχύ να εφαρμόσουν μια παρόμοια διπλή στρατηγική ανάσχεσης σήμερα. Όπως επισήμανε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας  Τζέικ Σάλιβαν [Jake Sullivan], ακόμα και πιο ενωμένος να ήταν ο σινορωσικός άξονας, θα εξακολουθούσε να ωχριά μπροστά στις οικονομικές, διπλωματικές και στρατιωτικές δυνατότητες της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της στην Ευρώπη και την Ασία του Ειρηνικού Ωκεανού.

Βέβαια αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους δίχως κόστος. Η διαχείριση διπλών προκλήσεων πιθανότατα απαιτεί σημαντικά προγράμματα επανεξοπλισμού και στενότερη συνεργασία απέναντι στον πολιτικό και οικονομικό εξαναγκασμό, σε συνδυασμό με μια πιο οξυδερκή αντίληψη του πόσο μεγάλη απειλή συνιστά η αυταρχική σύγκλιση μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Με άλλα λόγια, δεν επαρκεί η οικοδόμηση μιας στρατηγικής ψυχροπολεμικού χαρακτήρα την στιγμή που τα επίπεδα επιτακτικότητας και επενδύσεων είναι μεταψυχροπολεμικά. Αλλά ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί μια γνώριμη πρόκληση, δηλαδή ένα μπλοκ αυταρχικών δυνάμεων στην καρδιά της Ευρασίας, είναι μέσω γνώριμων μεθόδων: μέσω της ενίσχυσης της συλλογικής ανθεκτικότητας των κρατών που διατηρούν την ισορροπία στην περιφέρεια της περιοχής.

Μπορεί αρχικά αυτή η στρατηγική να ενθαρρύνει την σινορωσική συνεργασία. Παρόλα αυτά η ιστορία διδάσκει επίσης ότι για να οδηγηθούν δύο καχύποπτοι συνέταιροι στην διάλυση, ίσως πρώτα πρέπει να οδηγηθούν σε στενότερη συνεργασία. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η κυβέρνηση Άιζενχάουερ [Einshower] στοιχημάτισε ότι μια πολιτική πίεσης θα είχε καλύτερες πιθανότητες να τσακίσει την σινοσοβιετική συμφωνία από μια πολιτική υποδαύλισης της μεταξύ τους αντιπαλότητας, καθώς θα ανάγκαζε τον ασθενέστερο, δηλαδή το Πεκίνο, να μπει σε μια θέση εξάρτησης από τον ισχυρότερο, δηλαδή τη Μόσχα, πράγμα που σε τελική ανάλυση θα έφερνε και τις δύο χώρες σε αμηχανία. Ο Άιζενχάουερ είχε την σωστή λογική ότι η Ουάσινγκτον ενδέχεται κάποια στιγμή να βρει την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τις εντάσεις μεταξύ των δύο εχθρών της, μόνο όμως αφού τους είχε δείξει ότι η συμμαχία τους θα κατέληγε σε περισσότερη δυστυχία παρά οφέλη.

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν εν τέλει να επιτύχουν την αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού της Μόσχας, πρώτα πρέπει να καταδείξουν ότι η ρεβιζιονιστική πολιτική του Πούτιν και η ευθυγράμμιση με το Πεκίνο δεν αποδίδει και ότι η εναλλακτική στις αξιοπρεπείς σχέσεις με την Δύση είναι μια ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα, της οποίας το θράσος μοιάζει να αυξάνεται όσο αυξάνεται κι η ισχύς της. Αν αυτό το μήνυμα μεταδοθεί με επιτυχία για αρκετά χρόνια τότε θα μπορούσε να έχει εποικοδομητικά αποτελέσματα στην ρώσικη νοοτροπία, αν όχι κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Πούτιν, τότε όταν αναδειχθεί ο διάδοχός του. Μπορεί αυτά τα αποτελέσματα να μοιάζουν με μακρινές φιλοδοξίες, οι οποίες μάλιστα προϋποθέτουν την διεξαγωγή όχι ενός αλλά δύο ψυχρών πολέμων προκειμένου να επιτευχθούν. Αν μη τι άλλο, η σινορωσική σύγκλιση έχει καταστήσει σαφή την σοβαρότητα της νέας πρόκλησης στην Ευρασία καθώς και τα βήματα που απαιτούνται προκειμένου να αντιμετωπιστεί.

References
1 Η Στρατηγική της Ανατολικής Μεσογείου …ή αλλιώς, η Συμμετοχή του Ελληνικού Κράτους στον Παγκόσμιο Πόλεμο, Autonome Antifa, 11/2015. Το εξώφυλλο μπορείτε να το δείτε στο autonomeantifa.gr > εκδόσεις, αλλά μετά θα πρέπει να το θυμάστε και να πάτε να το αγοράσετε, γιατί τόση δουλειά κάναμε σιγά μην το κυκλοφοράμε και σε pdf.
2 Για παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να διαβάσει το Τι Γυρεύει το Ξανθό Γένος στην Δαμασκό;, περιοδικό Antifa, τεύχος #49, 12/2015, εδώ https://autonomeantifa.gr/magazine_issue/teychos-49/.
3 Την σειρά κειμένων αυτή μπορεί κανείς να την βρει στο autonomeantifa.gr > antifa speaking. Θα χρειαστεί να σκρολάρει και λιγάκι, αλλά σίγουρα θα τα πάει καλύτερα απ’ το να αναζητούσε εξηγήσεις στο timeline του facebook. Στο κάτω κάτω, τώρα δουλεύει και το ψαχτήρι του σάιτ. Απλά γράψτε «πείραμα».
4  Hal Brands, “The Eurasian Nightmare”, Foreign Affairs, 25/02/2022
Exit mobile version