Όπως οι γνήσιοι Πειραιώτες πέρασαν πρώτη φορά την Πειραιώς στα 16 τους, έτσι και οι γνήσιοι Αθηναίοι είχαν πάει στον Πειραιά μόνο για να πάρουν κάνα καράβι το καλοκαίρι. Οπότε καταλαβαίνετε. Οι μισοί δεν είχαν ξαναπάει ποτέ εκεί κάτω. Κάποιοι ήταν ντόπιοι γέννημα θρέμμα και κάποιοι άλλοι τραβιούνταν κι έβαφαν απ’ την περίοδο που υποτίθεται ότι «ο Πειραιάς είχε πολλούς φασίστες», οπότε είχαν δει από πρώτο χέρι ότι δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους μύθους και τους θρύλους που ακούγονται, αλλά την άμεση εμπειρία τους.
Οι λόκαλς έλεγαν: «Θα δείτε, μοιάζει με το Νιάρχο». Και είχαν δίκιο. Το Πασαλιμάνι είναι κι αυτό ένα περίεργο μέρος για διαδήλωση. Είναι κι αυτό ένα απ’ τα σημεία της πόλης όπου η αστυνομία έχει αφήσει μισοελεύθερο το «συνωστισμό». Κι όπως γινόταν και στο Νιάρχο, τα τσακάλια της πόλης δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στην κάτω βόλτα, στη μαρίνα δίπλα στα σκάφη, έκαναν τη βόλτα τους οι κυριλέδες και οι wannabe κυριλέδες της περιοχής. Μάσκα ως τα μάτια check. Στην πάνω βόλτα, τα χιλιοβαμμένα πεζούλια έδειχναν από μακριά ποιος έχει την ηγεμονία της περιοχής. Οι ταγκιές, οι μπίρες, τα τσιγάρα, τα σκέιτ, τα ποδήλατα και τα ηχειάκια ήταν τα ίχνη της ντόπιας εργατικής νεολαίας. Των δικών μας ανθρώπων. Μάσκα πουθενά check.
Σχεδόν κάθε βράδυ λίγο πριν βαρέσει το ρολόι 9, οι μασκοφόροι εξαφανίζονται κι επιστρέφουν φρόνιμα στο σπιτάκι τους και μόνο οι πιστοί παραμένουν στα πόστα. Τότε, η αστυνομία στέλνει ένα περιπολικό για να περάσει το μήνυμα: «Ξέρουμε ότι είστε κι εσείς εδώ. Πίσω στις καβάτζες σας λοιπόν».
Λίγο πριν αρχίσει η διαδήλωση, η ψιχάλα μας είχε βγάλει την ψυχή. Οι συντρόφισσες που έμεναν στην άλλη άκρη της Αθήνας μας έβριζαν από μέσα τους όσο έρχονταν με τα μηχανάκια: «Έχασα και τη στροφή, πού στο διάολο είναι αυτό το κωλομέρος;» Αλλά η βροχή μας έκανε το χατίρι και σταμάτησε. Οπότε το «κωλομέρος» μετατράπηκε σε ένα σημείο όπου η διαδήλωσή μας από τη μία έβλεπε τους δικούς μας ανθρώπους κι από την άλλη έβλεπε τα κότερα και τη θάλασσα: «Είδες που γκρίνιαζες; Είδες και λίγο θάλασσα ν’ ανοίξει το μάτι σου».
Αλλά δεν άνοιξε μόνο απ’ τη θάλασσα το μάτι μας. Άνοιξε κι από τις αντιδράσεις των δικών μας που μας υποδέχτηκαν σα να μας ξέρουν από πάντα. Καμιά δεκαριά μπήκαν απ’ την αρχή στη διαδήλωση. Μία τύπισσα έλεγε στη διπλανή της «Οι αντίφα είναι ρε! Τα παιδιά που μας είχαν μοιράσει». Μια παρέα αναγνώρισε δυο απ’ τους διαδηλωτές και έβαλε τις φωνές «Καλά ρε μαλάκες, γιατί δε μας είπατε κι εμάς;». Ο τίτλος της προκήρυξης «Στέλνουμε μήνυμα στο 1312» αντιμετωπιζόταν με ιαχές χαράς. Στα ανοιχτά μαγαζιά που βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, τα γριποζόμπι μας κοίταγαν με αμηχανία.
Λίγα λεπτά μετά τα πεζούλια είχαν επιστρέψει στην κανονικότητά τους. Με την εξαίρεση ότι όλοι συζητούσαν για τη διαδήλωση που είχε μόλις περάσει και φώναζε «Σκατά στην Καραντίνα». Και φυσικά με την εξαίρεση ότι ο δήμος είχε ξανά δουλίτσα: τα πεζούλια του Πασαλιμανιού συμβολίζουν άψογα τη συνεχή μάχη της μηδενικής ανοχής ενάντια στην απειθαρχία. Τη μάχη των συνεργείων καθαρισμού του δήμου απέναντι στις ταγκιές των δικών μας. Μια μάχη που εξελίσσεται εδώ και καιρό. Το Σάββατο το βράδυ λοιπόν, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, διαδραματίστηκε κι ένα ακόμα επεισόδιο αυτής της μάχης. Τα πεζούλια γράφουν και πάλι «αντιφά». Μέχρι να τα καθαρίσει ο δήμος. Και φτου κι απ’ την αρχή.