Άλλη μια νίκη του καλού μας κράτους απέναντι στον αόρατο εχθρό των ανατιμήσεων! Η αύξηση είναι πενήντα ευρώ μεικτά, δηλαδή 39 ευρώ στην τσέπη- τρία κιλά φέτα μάγκες μου!- κάτι που φέρνει τον βασικό στα 700 ευρώ καθαρά. Φυσικά τα λεφτά αυτά φτάνουν ίσα-ίσα για να τρως
(σκατά), να δουλεύεις και να ψάχνεις για δεύτερη δουλειά το απόγευμα…
Αυτό όμως για το κράτος δεν είναι αρκετό. Ως συλλογικός οργανωτής των αφεντικών πρέπει να διασφαλίζει πως ο μισθός της εργατικής τάξης θα καταλήξει εκεί που πρέπει. Σε μια εποχή πολεμικής οικονομίας μάλιστα, όπως αυτή που διανύουμε, αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό.
Έτσι λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι πάει στη ΔΕΗ και άλλους λογαριασμούς -και μέσω των φόρων επιστρέφει στα κρατικά ταμεία. Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι πάει στο νοίκι -και μέσω του ΕΝΦΙΑ μέρος του καταλήγει πάλι στα κρατικά ταμεία. Τέλος, το καλό μας κράτος ρουφάει και από την βενζίνη, αφού πάνω από τα δύο τρίτα της τιμής που πληρώνουμε στο βενζινάδικο είναι φόρος.
Τα τελευταία χρόνια είχανε και νέα ιδέα για τον μισθό (μας). Αποφάσισαν να μας δίνουν μέρος του μισθού μέσω κουπονιών, vouchers, καρτών φαγητού κλπ. Στα αφεντικά μας αυτή η ιδέα αρέσει πολύ, αφού για τα λεφτά αυτά απαλλάσσονται από εργοδοτικές εισφορές. Ταυτόχρονα το κράτος επιδοτεί τα σούπερ μάρκετ, αφού εκεί ξοδεύει κανείς τα χρήματα αυτά. Επίσης, κράτος και αφεντικά με την κάρτα μάς πειθαρχούν, αφού διασφαλίζουν πως με ένα μεγάλο μέρος του βασικού μισθού μπορείς μόνο να φας: φάε, πλήρωσε λογαριασμούς και δούλευε, μας λένε περιχαρείς.
Η καταβολή μέρους του μισθού σε είδος δεν είναι κάτι καινούριο. Σε καιρό πολέμου είναι μάλλον σύνηθες. Το παράξενο είναι πως, από την εποχή της «πανδημίας», αρνούμαστε να δούμε το προφανές: όλο αυτό που τραβήξαμε -και τραβάμε- τα τελευταία χρόνια ήταν στρατιωτική και οικονομική προετοιμασία για πόλεμο. Πως τα αφεντικά μας ετοιμάζονταν για τη συνέχεια. Ίσως τώρα, που ο δημόσιος λόγος έχει μεταφερθεί από τα οξύμετρα στα τανκς, να μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τι μας ετοιμάζουν. Και πως κάποια στιγμή πρέπει να σταθούμε απέναντί τους.