Nα ένα τυπικό παράδειγμα. Μια παρέα, ας πούμε φοιτητών, μετά από μάθημα σε σχολή στο κέντρο της Αθήνας είχε καλεστεί για να γιορτάσει κάποια γενέθλια σε κάποιο μπαρ στα Ιλίσσια. Η διεύθυνση ήταν άγνωστη σε όλους. Οι προφορικές οδηγίες που είχαν δοθεί από τον εορτάζοντα είχαν κριθεί ανεπαρκείς. Οπότε κάποιος έκανε το αναμενόμενο. Έβγαλε το κινητό, έβαλε το google maps/οδηγίες, έδωσε τη διεύθυνση και έτσι το μηχάνημα ανέλαβε να κατευθύνει την παρέα εκεί όπου έπρεπε. Λίγη σημασία είχε που η παρέα κατέληξε στου Ζωγράφου. Αυτό αποδόθηκε στη λανθασμένη ανάγνωση του ψηφιακού χάρτη και των οδηγιών. Σημασία είχε η εμπιστοσύνη στο μαραφέτι που «τα έλεγε σωστά». Και ότι στη διαδρομή, αν κοιτούσες ένα γύρω, αρκετοί άλλοι οδηγοί συμπεριφέρονταν αναλόγως. Κάπου εκεί θα έπρεπε να ανακύψει ένας τίμιος προβληματισμός, που δεν ανέκυψε βέβαια: «Αυτό είναι η ψηφιακή επανάσταση;». Ε ναι, αυτό είναι η ψηφιακή επανάσταση…
Στο παράδειγμά μας δηλαδή:
Η εγκαθίδρυση μιας μηχανικής μεσολάβησης σε μια καθημερινή δραστηριότητα, όπως η μετακίνηση. Όπου, η μηχανή έχει ενσωματωμένη μια ομογενοποιημένη αναπαράσταση της πόλης. Οπότε, για να μεταβεί κανείς στα Ιλίσσια θα πρέπει να υπαχθεί στους κανόνες αυτής της αναπαράστασης. Η αναπαράσταση μπορεί να μοιάζει λειτουργική για να μας στείλει στα Ιλίσσια, αλλά στο μεταξύ εμείς δεν έχουμε καταλάβει χριστό πού πέφτουν τα Ιλίσσια και ποιες γειτονιές τα περιβάλλουν. Ξέρουμε –ή εξοικειωνόμαστε- μόνο να διαβάζουμε την αναπαράσταση που βρίσκεται ενσωματωμένη στη μηχανή. Με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι που απαιτείται εδώ: η ικανότητα να διαβάζουμε και να συμμορφωνόμαστε σε μηχανικές οδηγίες. Εν ολίγοις, η ικανότητα να υπαγόμαστε «οικειοθελώς» σε μια μορφή εξουσίας. Aυτή η συμμόρφωση –που κανονικά, ονομάζεται «εργασία»- είναι που αποκαλείται «πρόοδος» και «επανάσταση».
Και πάμε πιο πέρα. Οι μηχανές που παρέχουν οδηγίες μετακίνησης είναι ταυτόχρονα μηχανές καταγραφής της μετακίνησης αλλά και ελέγχου της μετακίνησης. Όχι της ατομικής μας μετακίνησης, αλλά συνολικά όλων των μετακινήσεων που γίνονται στην πόλη. Γιατί οι μηχανές της «ψηφιακής επανάστασης» συλλέγουν πρωτίστως απρόσωπα δεδομένα. Τα «απρόσωπα δεδομένα» ωστόσο και η επεξεργασία τους ενδιαφέρουν εκείνους τους μηχανισμούς που θέλουν κάτι να τα κάνουν. Δηλαδή πρωτίστως τον κρατικό μηχανισμό–που είναι και ο μεγαλύτερος συλλέκτης δεδομένων. Αυτό τώρα είναι μια μεγάλη συζήτηση που συσκοτίζεται από τη φιλολογία περί «προστασίας των προσωπικών δεδομένων».
Αυτή τη μεγάλη συζήτηση ανοίξαμε στην εκδήλωση «Η ασταμάτητη καταγραφή» που διοργάνωσε η συνέλευση autonome antifa στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες, είπαμε, είχαν ζήσει παρόμοια «ψηφιακή επανάσταση» και παρόμοιες διαδικασίες κρατικής διαχείρισης «απρόσωπων δεδομένων» και στο παρελθόν. Προκειμένου να συλλεχθούν τα «απρόσωπα δεδομένα», είπαμε, προηγείται μια βίαιη διαδικασία: η επιβολή αυθαίρετων κατηγοριοποιήσεων, σύμφωνα με το βλέμμα και τις στοχεύεις αυτού που εξουσιάζει τα παρατηρούμενα. Αυτές οι αυθαίρετες κατηγοριοποιήσεις μπορεί να αφορούν από το πώς αναπαρίσταται μια πόλη σε χάρτη μέχρι το πώς αναπαρίσταται ένας πληθυσμός ανθρώπων σε στατιστικούς πίνακες. Ως προς το τελευταίο, ζήσαμε πρόσφατα μια τέτοια διαδικασία και τη θυμίζουμε. Θέλει το κράτος να επιβάλλει πολιτική απαγόρευσης ή περιορισμού των μετακινήσεων; Τότε διαχωρίζει τον πληθυσμό σε κόκκινους (ανεμβολίαστους), κίτρινους (ανεμβολίαστους με τεστ) και πράσινους (εμβολιασμένους). Kαι ταυτόχρονα εγκαθιστά ψηφιακές εφαρμογές ελέγχου της πρόσβασης σε χώρους εργασίας, σχολές, μαγαζιά και γενικά χώρους κατανάλωσης, ανάλογα με την «κοκκινότητα», την «κιτρινότητα» ή την «πρασινότητα».
Τα καπιταλιστικά κράτη έχουν τεράστια τεχνογνωσία –σχεδόν ενός αιώνα και βάλε- πάνω στη συλλογή «απρόσωπων δεδομένων» των πληθυσμών τους. Και πάντα αυτή η διαδικασία προϋποθέτει μια τεχνητή επιβολή αυθαίρετων διαχωρισμών και μια τεχνητή κατασκευή και μέτρηση δεδομένων, με στόχο τη χάραξη πολιτικών που στο απώτερο παρελθόν έφταναν μέχρι το σημείο της εξόντωσης.
Οπωσδήποτε πριν από κάποια χρόνια, θα ήταν αδιανόητες οι κατηγοριοποιήσεις που έχουν εγκαθιδρυθεί το τελευταίο διάστημα («εμβολιασμένοι»-«ανεμβολίαστοι», «αντικοινωνικοί-κοινωνικά υπεύθυνοι», κλπ). Κι όμως αυτές οι κατηγοριοποιήσεις έγιναν εφικτές, απέκτησαν νομιμότητα μέσα από συγκεκριμένες κρατικές πολιτικές που βαφτίστηκαν «προστασία της δημόσιας υγείας» και επιβλήθηκαν βίαια με μπάτσους αλλά και ψηφιακή επανάσταση.
Όπως πάντα, τίθεται το ερώτημα «τι να κάνουμε». Λογικό. Μόνο που το ερώτημα προϋποθέτει να υπάρχει το «εμείς» και να βρίσκεται σε μια αξιοπρεπή κατάσταση ώστε «να κάνουμε». Οπωσδήποτε, το να καταλαβαίνουμε ότι μας επιβάλλουν συνήθειες που συμμορφώνονται με κρατικά επιβεβλημένους διαχωρισμούς είναι μια αρχή. Οπωσδήποτε το να αντιλαμβανόμαστε τις ψηφιακές μηχανές ως πειθαρχικές μηχανές είναι κι αυτό μια αφετηρία.
Αυτά και πολλά άλλα σημαντικά ειπώθηκαν στην εκδήλωση «Η ασταμάτητη καταγραφή». Θυμίζουμε επίσης ότι κυκλοφορήσαμε και μια έκδοση σε χαρτί με τον ίδιο τίτλο.