– Καλά ρε μαλάκα, πού το βρήκες το σπρέι με δυο μέτρα φιάλη;
– Στα ειδικά καταστήματα… Τι ειδικά δηλαδή, αμφιβάλλω αν πουλάνε έστω κι ένα σπρέι που να μην πηγαίνει για τοίχο.
– Πω ρε και το λένε και «μάχιμο»…
– Τι «Μάχιμο» ρε; Μάξιμο!
– Άκου που σου λέω εγώ, μάχιμο το λένε. Κάτσε να σας πάρω και μία φωτό παρεούλα για να αναδεικνύεται το μεγαλείο – κάτσε ακίνητος!
– Και που θα τον πάμε τον μάχιμο;
– Πάρκο Τρίτση – το μεγαλύτερο πάρκο των Βαλκανίων.
– Σιγά μην είναι και το Χάιντ Παρκ ρε!
– Γιατί ρε; Σε χαλάει;
– Ε ναι, επειδή εσύ είσαι από Ανάκασα, πρέπει να το λες «το μεγαλύτερο των Βαλκανίων»;
– Καλά – δεν πας μία από άλσος Περιστερίου, που είσαι και δίπλα, να σου πάρει και τα μέτρα η σεκιουριτού του Παχατουρίδη να γουστάρεις;
– Γιατί ρε μόνο το άλσος υπάρχει στο Περιστέρι; Δεν έχουμε κι ένα σωρό άλλα πάρκα άμα γουστάρουμε;
– Σαν ποιο δηλαδή;
– Εεεε… το Μπουρνάζι! … ξέρω γω στο τέλος τέλος; Χεσμένα τα ‘χουμε τα πάρκα στο Περιστέρι! Τρώμε τα μπετά με το κουτάλι της σούπας στο Περιστέρι!
– Ντάξει, ωραίοι, προσέξτε μόνο μη σας πέσουνε βαριά – πάμε τώρα;
– Ρε μαλάκες, έχει πολύ ακόμα;
– Ε, έχει λίγο…
– Άμα σου λέω ‘γω γαμώ τα πάρκα και τη φύση…
– Σκάσε μωρή γκρίνια επιτέλους! Να, κοίτα εδώ πώς είμαστε, θα μας δουν οι τύποι από το κουρδιστό πορτοκάλι και θα τρέχουνε!
– …
– Να, εδώ στη σκάλα έλεγα. Τσίλιες εσείς οι δύο.
(ακούγεται το φσσσςς, η μπίλια του μάχιμου κι ένας κούκος απ’ το βάθος)
– Να κι οι σεκιουριτάδες που μου ‘λεγες ότι δεν έχει! Έχουνε κι αμάξι!
– Έχουν αμάξι γιατί είναι το μεγαλύτερο πάρκο των Βαλκανίων. Κοίτα όμως πώς στρίβουνε από την άλλη! Μένουν ασφαλείς!
– Ε ναι, τέτοιοι φλώροι είστε. Ενώ εμείς άμα δούμε σεκιουριτάδες…
– Τι τους κάνετε; Τους ταΐζετε τίποτα μπετά;
(Το υπόλοιπο της συζήτησης παραλείπεται ως μη ενδιαφέρον)
– Πω ρε μαλάκα, πώς ξηγήθηκε έτσι ο μάχιμος;! Η μαλακία σκαρφαλώνει τη σκάλα!
– Ναι και στην κορφή της σκάλας ήταν οι τύποι που είχαν πιει τον κώλο τους και συζητάγανε για τότε που είχαν δει κάποιον με τρία πόδια και ουρά, αλλά οι μισοί δεν ήταν σίγουροι για την ουρά, καθότι σκοτάδια.
– Και τι θες να πεις;
– Ότι αυτά παθαίνεις άμα μπλέκεις με τη φύση!
– Καλά, βαριέμαι και να σου απαντήσω. Θα γράψω κάτι για το περιοδικό.
Το κείμενο για το περιοδικό:
Δε παίζει να είσαι από Αθήνα και να μην έχεις πατήσει ποτέ το πόδι σου (ή και κάνα μπάφο) στο μεγαλύτερο πάρκο των Βαλκανίων, το Πάρκο Τρίτση. Η γεωγραφική του θέση στο λεκανοπέδιο, αν μη τι άλλο, αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό πλούτο που δίνει ζωή στο πάρκο καθημερινά.
Με χλωρίδα και πανίδα από Ανάκασα, Αγίους, Καματερό, Ζεφύρι και Λιόσια, δηλαδή από τις εργατικές πολυεθνικές γειτονιές της δυτικής Αθήνας, διαμορφώνεται ένα περιβάλλον αφιλόξενο για έλληνες ρατσιστές, ρουφιάνους και μικροαστούς. Και πολύ αργήσαμε και εμείς με την σειρά μας να αφήσουμε το οικολογικό μας αποτύπωμα χτυπώντας το παραπάνω κομμάτι.
Το βάψαμε για να το βλέπουν οι δικές μας και να γουστάρουν.
Το βάψαμε για να το βλέπουν οι εχθροί μας και να λουφάζουν ακόμη περισσότερο.
– Πώς σας φαίνεται;
– Εγώ διαφωνώ.
– Γιατί διαφωνείς ρε;
– Δε λέει τίποτα για τις αρνητικές επιπτώσεις της φύσης. Άμα θέλουμε να μας παίρνουν στα σοβαρά, πρέπει οι προσεγγίσεις μας να είναι σφαιρικές…
(Αυτή η άποψη ηττήθηκε κατά κράτος κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής μας συζήτησης)