Μέσα στο Μάιο γράψαμε, τυπώσαμε και κολλήσαμε μία αφίσα με τίτλο «Πάντειο Πανεπιστήμιο: σχολές «ανθρωπιστών» ή μπατσοειδικών;».

Σ’ αυτήν υπενθυμίζαμε τα βασικά:
Ότι οι καθηγητές του Παντείου πληρώνονται για να κάνουν κρατικά χρήσιμες δουλειές. Συνήθως, αυτές οι δουλειές αφορούν έρευνες και τεχνογνωσίες για την επιβολή της δημόσιας τάξης.
Ότι εδώ και τρεις δεκαετίες, αυτοί οι καθηγητές συνεισφέρουν στην παρανομοποίηση των μεταναστών εργατών και στην ταξική τους εκμετάλλευση απ’ τα ντόπια αφεντικά, την αστυνομία και τη μαφία.
Ότι σήμερα, οι ίδιοι καθηγητές κάνουν ακριβώς τις ίδιες δουλειές. Διεξάγουν μελέτες που ποινικοποιούν ολοένα και περισσότερες καθημερινές μας συμπεριφορές: στις γειτονιές, στα σχολεία, στα σπίτια, στο γήπεδο. Και παράγουν τις κατάλληλες τεχνογνωσίες ώστε το κράτος να μας διαχειρίζεται ως εγκληματίες: περισσότεροι έλεγχοι, πειθαρχικά μέτρα με το κιλό και αυστηρότερες ποινές. Με πιο τρανό παράδειγμα τη Βασιλική Αρτινοπούλου, καθηγήτρια του τμήματος Κοινωνιολογίας. Η Αρτινοπούλου είναι πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής που σχεδιάζει κρατικές πολιτικές ενάντια στη «νεανική παραβατικότητα» δηλαδή ενάντια στην πολυεθνική εργατική νεολαία που τελευταία βαφτίζεται «συμμορίες ανηλίκων».
Ακριβώς επειδή είναι τέτοια κουμάσια, οι καθηγητές μας δεν γουστάρουν καθόλου όταν μιλάμε για την πάρτη τους. Γι’ αυτό και όποτε κολλάγαμε την αφίσα, την επόμενη μέρα εξαφανιζόταν απ’ το Πανεπιστήμιο.
Ήταν και για εμάς μια υπενθύμιση: ότι το να αναδεικνύουμε τον ρόλο του Πανεπιστήμιου και των καθηγητών μας στη χάραξη κρατικών πολιτικών εναντίον μας είναι κάτι που ταράσσει τις εύθραυστες ισορροπίες μέσα στις Σχολές μας. Γι’ αυτό γεμίσαμε το Πάντειο με αφίσες και σπρέι: για να υπενθυμίσουμε πως όσο θέλουν να το βουλώνουμε, εμείς θα παράγουμε λόγο ενάντια στα σχέδιά τους.



