Θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τραγικό: Ξάφνου, 300.000 Έλληνες αποφάσισαν ότι τους αξίζει να είναι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι και τα ψηφοδέλτια των τελευταίων αυτοδιοικητικών εκλογών απέκτησαν μήκος αντάξιο προϊόντος της χαρτοβιομηχανίας Delica. Αυτό το πλήθος φιλόδοξων μικροαρχόντων προέρχεται από την κατάρρευση των μεταπολιτευτικών μεσολαβήσεων· επιδεικνύει την απελευθέρωση μυριάδων υλικών μικροσυμφερόντων που στριμώχνονται από την καπιταλιστική κρίση και αδυνατούν να προσανατολιστούν όπως παλιά κάτω από τη σκέπη δύο κομμάτων. Καθένα από αυτά τα μικροσυμφέροντα αναζητεί τη δικαίωση του επί των αντιπάλων του ακολουθώντας διαδρομές λίγο ως πολύ ατομικές.
Αλλά ένας νέος προσανατολισμός των ατομικών συμφερόντων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με αγώνα ζωής ή θανάτου, θα επιτευχθεί. Ήδη επιτυγχάνεται. Η μαφία, για παράδειγμα, αναλαμβάνει αυτοπροσώπως την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και τα λιμάνια παραδίδονται άμεσα στους καθ’ ύλην αρμόδιους, δηλαδή σε μερίδες του μαφιόζικου εφοπλιστικού κεφαλαίου. Αυτή η παράδοση βρίσκει απολύτως σύμφωνη την τελευταία ελπίδα του λαού, δηλαδή τη ριζοσπαστική αριστερά, που κανόνισε σε αντάλλαγμα να αναλάβει την περιφέρεια Αττικής και μαζί τη διανομή δισεκατομμυρίων ευρώ από τα ευρωπαϊκά ταμεία.
Κάτι φαίνεται να ξέρει η αριστερά που ελπίζει στα σοβαρά να γίνει κράτος: ο εκ νέου κρατικός προσανατολισμός των ατομικών συμφερόντων δεν θα γίνει κάτω από ιδεολογικές μπούρδες περί «πατρίδας», «μνημονίου», «εξάρτησης» και «λαού». Θα γίνει πρώτα κάτω από τη μαγνητική επίδραση των ροών χρήματος. Και έπειτα κάτω από την ακόμα ισχυρότερη επίδραση του «εθνικού συμφέροντος» όπως θα διαμορφωθεί σε περιβάλλον διακρατικής σύγκρουσης. Η συζήτηση με τη μαφία είναι το ένα απαραίτητο βήμα όποιας φιλόδοξης υπαλλήλου έχει αποφασίσει στα σοβαρά να γίνει ελληνικό κράτος. Η συζήτηση με τον στρατό και το βαθύ κράτος είναι το άλλο. Κι έτσι -ω της θλίψης- η τελευταία ελπίδα των προοδευτικών ψηφοφόρων, όσο θα σοβαρεύει, τόσο θα μαφιοζοποιείται.
Εκείνο βέβαια που απασχολεί την δημόσια συζήτηση είναι το ζωτικό ερώτημα περί του κατά πόσο οι ναζιστές είναι ναζιστές επειδή γουστάρουν τους ναζιστές. Το θέμα είναι στην καλύτερη περίπτωση τριτεύον. Γιατί αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η καπιταλιστική κρίση ως επίθεση στην εργατική τάξη. Όσο αυτή η επίθεση εξελίσσεται, τόσο η σβάστικα θολώνει. Και αντικαθίσταται από νέες υλικές διευθετήσεις. Από τη μαφία και το στρατιωτικό-αστυνομικό σύμπλεγμα ως μορφές πολιτικής οργάνωσης. Οι πολιτικές μορφές του νέου φασισμού ξεπηδούν από την «κρίση του πολιτικού συστήματος» σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Τα πρόσωπα που επανδρώνουν αυτές τις μορφές επιλέγονται μέσα από λυσσασμένο αγώνα και είναι σε τελική ανάλυση αδιάφορα. Η εξέλιξη θα είναι απρόσκοπτη, όσο δεν υπάρχει οργανωμένη εργατική τάξη.
Εργατική τάξη, που δεν θα ψάξει τα συμφέροντά της στις εκλογές, αλλά στη σύγκρουση με τον ταξικό της αντίπαλο.
Αυτό το τελευταίο είναι το έργο του μέλλοντος, τρομερό όσο και αναπόφευκτο.
Και όχι, η αναγκαιότητα του δεν συνάγεται από το εκλογικό αποτέλεσμα.