Επάνω βλέπετε τις δύο όψεις της «κάρτας εισόδου» σε σούπερ μάρκετ της αναγραφόμενης αλυσίδας. Έπεσε μια ωραία πρωΐα πάνω στο τραπέζι της συντακτικής ομάδας με το ερώτημα «τι είναι πάλι τούτο, οϊμέ»;. Η πρώτη σκέψη ότι ετούτη η κάρτα σκοπεύει να μας πειθαρχήσει στα μέτρα προφύλαξης από τον κορονοϊό κρίθηκε αυτονόητη και ρηχή εντός ολίγων μόνο δευτερολέπτων. Η κάτοχος της εν λόγω κάρτας, άλλωστε, «παρέλειψε» να την παραδώσει στην έξοδο γιατί «την έχασε». Αρνήθηκε να πλύνει τα χέρια της με αντισηπτικό κατά την είσοδό της στο σούπερ μάρκετ, προφασιζόμενη «δερματική αλλεργία». Δεν πολυνοιάστηκε για τις «αναγκαίες αποστάσεις» στο εσωτερικό του καταστήματος. Κι όμως, δεν έτρεξε και τίποτα με τούτες τις μικρές απειθαρχίες. Η φίλη που διέσωσε το παραπάνω τεκμήριο κάθε άλλο παρά αξιοπρεπής ένιωθε κατά την έξοδό της από το κατάστημα. Στην τελική, την ελεγχόμενη πρόσβαση που της επιβλήθηκε στην είσοδο του ναού της κατανάλωσης (10 λεπτά στην ουρά) την υπέστη αναγκαστικά και αδιαμαρτύρητα και ένα σεβαστό κομμάτι του μισθού της το ακούμπησε κατά τα συνήθη στον καπιταλιστή τροφίμων. Για να λέμε κι όλη την αλήθεια, η πειθαρχία που είχε επιβληθεί στο εσωτερικό του σούπερ μάρκετ ήταν διάχυτη, όπως και έντονη ήταν η αίσθηση της φίλης μας ότι ο Βασιλόπουλος έγινε ξάφνου και δικό της αφεντικό.
Με σκυμμένο το κεφάλι, η φίλη επέστρεψε στο σπίτι, συνειδητοποιώντας με περισσή οδύνη ότι στην τσέπη της είχε τώρα δύο χαρτάκια: ένα για την είσοδο στο σούπερ μάρκετ κι ένα δεύτερο για την έξοδο από το σπίτι –τα χαρτάκια εκείνα που έγραφαν ευρώ είχαν πάει περίπατο. Το επόμενο ερώτημα ήταν συνεπώς μοιραίο: τι είδους πειθαρχία υπάρχει σε τούτη τη ρημάδα κάρτα εισόδου, γιατί είναι προάγγελος δεινών και πώς βρέθηκε να συνυπάρχει αρμονικά στην άδεια τσέπη μας με το χαρτί για την κυκλοφορία μας;
Η ελεγχόμενη πρόσβαση στα τρόφιμα
Ανατρέξαμε λοιπόν στο πώς ήταν η «βόλτα στο σουπερμάρκετ» προ κορονο-μανίας. Τότε που ως «ελεύθεροι καταναλωτές» πεταγόμασταν ό,τι ώρα μας βόλευε, δίχως πολλούς-πολλούς λογαριασμούς πέρα από αυτούς που υπαγόρευε το πορτοφόλι μας. Βέβαια, οι έκτακτες συνθήκες του παρόντος καθοδήγησαν αυστηρά την αναδρομή μας στο πρόσφατο παρελθόν. Με άλλα λόγια, αναγκαστήκαμε να θυμηθούμε ορισμένες ξεχασμένες όψεις του «βασιλείου των τροφίμων». Με πρώτη και καλύτερη ότι ο Βασιλόπουλος και κάθε όμοιός του καπιταλιστής -μικρός, μεσαίος ή μεγάλος- κατέχουν ένα βασικό εμπόρευμα για την αναπαραγωγή της εργατικής μας δύναμης: τα τρόφιμα. Ένα σεβαστό κομμάτι του μισθού μας κάθε μήνα το καταθέτουμε στα ταμεία των αφεντικών τροφίμων, κι αυτή τη διαδικασία έχουμε φτάσει να τη θεωρούμε τόσο αυτόματη και τόσο φυσιολογική, μέχρι φυσικά τα πράγματα να ζορίσουν. Μέχρι ο μισθός να μειωθεί, τα τρόφιμα να ακριβύνουν και στα ράφια να σου γνέφουν οι σαβούρες «365».
Με το ζόρισμα τούτο έχουμε λίγο ως πολύ εξοικειωθεί τα τελευταία 12 χρόνια. Τώρα όμως που η καπιταλιστική κρίση βυθίζεται στην επόμενη αβυσσαλέα δίνη της και οι τελευταίοι με δουλειές μείναμε χωρίς δουλειές, νέα αμείλικτα ζητήματα προβάλλουν στον ορίζοντα: Θα έχουμε λεφτά να φάμε; Θα βρίσκουμε κάπου αλλού τρόφιμα; Θα φτάνουν για όλους; Πώς βρίσκει ο καπιταλιστής τροφίμων τα τρόφιμα που μας πουλάει όλο αυτό τον καιρό; Ποιος φυλάει τον καπιταλιστή τροφίμων, τώρα που δεν παίζει σάλιο; Αυτοί που το χουν ρίξει στη φιλανθρωπία, μαζεύοντας τρόφιμα, πώς βρίσκουν τρόφιμα; Βουνό λοιπόν τα ερωτήματα. Γι΄αυτό και θα ζυγιάσουμε ξανά την πειθαρχία που μας επιβάλλεται στο σούπερ μάρκετ υπό καθεστώς καραντίνας, πετώντας το πέπλο του κορονοϊού που τη σκεπάζει.
Η πρόσβασή μας στο σούπερ μάρκετ σημαίνει πρόσβαση σε τρόφιμα. Η πρόσβασή μας στα τρόφιμα είναι πλέον αυστηρά ελεγχόμενη, υπό τον κωδικό «ένας πελάτης ανά 10 τετραγωνικά» (εσχάτως, έγινε ανα 15 τετραγωνικά). Ο λόγος δεν έχει να κάνει ούτε με τα μέτρα προφύλαξης από τον κορονοϊό ούτε και με τον πανζουρλισμό που έγινε τις πρώτες μέρες που το κράτος αποφάσισε να εισέλθει στον παγκόσμιο χορό της επιδημίας. Τους λόγους θα πρέπει να τους αναζητήσουμε στην κρισιμότητα του εμπορεύματος «τρόφιμα» και στον κομβικό ρόλο εκείνων που τα ελέγχουν. Οι καπιταλιστές που κατέχουν τα τρόφιμα βάζουν στην τσέπη τους σεβαστά κομμάτια των μισθών μας όσο το κράτος εγγυάται ότι οι μισθοί μας επαρκούν για να τα αγοράσουμε. Τώρα που οι μισθοί μας εξαϋλώνονται, το κράτος δεν θα αφήσει τους καπιταλιστές τροφίμων στο έλεος των ολοένα και φτωχότερων πελατών. Γι΄αυτό και στα σχέδια αστυνόμευσης, υπό τα δεδομένα της «νέας καθημερινότητας», περιλαμβάνεται η φύλαξη των σούπερ μάρκετ και άλλων ανοικτών καταστημάτων, απέναντι στη «μικροεγληματικότητα, τις κλοπές και τις διαρρήξεις».[1] Στην παρούσα συγκυρία, η ελεγχόμενη πρόσβαση στο σούπερ μάρκετ παρέα με την ελεγχόμενη πρόσβαση στο δημόσιο χώρο, διασφαλίζουν την προστασία του καπιταλιστή τροφίμων, αλλά και όλων των κατόχων πλούτου, από κλοπές και λεηλασίες. Το «ένας πελάτης ανά 10 τετραγωνικά» μπορεί άρα να διαβαστεί κι αλλιώς: θα μπαίνετε λίγοι-λίγοι για να σας ελέγχουμε καλύτερα, σε περίπτωση που σας μπουν –λόγω άδειας τσέπης- ύποπτες ιδέες.
Βέβαια, ο καπιταλιστής τροφίμων ήταν πάντοτε συνδεδεμένος με τον προστατευτισμό του κράτους, ο οποίος δεν περιλαμβάνει μόνο την αστυνομική προστασία. Το τι επιτρέπεται να πουλάει και τι όχι ένας έμπορος τροφίμων είναι απόφαση του κράτους. Το ποιοι άλλοι δικαιούνται να πωλούν τρόφιμα είναι και πάλι απόφαση του κράτους. Τα εισαγόμενα από το εξωτερικό τρόφιμα που γεμίζουν τα ράφια σχετίζονται με τις διακρατικές συμφωνίες εμπορίου του ελληνικού κράτους. Αν το κράτος αποφασίσει να κόψει τις εισαγωγές, γιατί δεν του πολυαρέσουν οι όροι συμφωνίας του με άλλα κράτη, τότε κάτι θα λείψει από το τραπέζι μας –και μην πηγαίνει ο νους σας σε πολυτέλειες, σκεφτείτε μόνο τα εισαγόμενα σιτηρά. Τα τρόφιμα που παράγονται στο εσωτερικό της χώρας υπόκεινται κι αυτά σε κρατικούς ελέγχους. Η στενότατη μάλιστα σχέση μεταξύ ντόπιων παραγωγών τροφίμων, εμπόρων τροφίμων και ελληνικού κράτους περιγράφεται ικανοποιητικά σε δημοσίευμα αυτών των ημερών:
«Μεγάλος είναι ο αριθμός των παραγωγών της Κρήτης που διαθέτουν άδειες για τις λαϊκές της Αττικής. Ωστόσο, λόγων των μέτρων κατά του κορονοϊού, δεν μπορούν να μετακινηθούν, με συνέπεια να μένουν αδιάθετα και τα προϊόντα τους. (…) Σύμφωνα με καταγγελίες των αγροτών, την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύονται και οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ που προχωρούν σε «εκβιαστικές» συμφωνίες με τις ομάδες παραγωγών βυθίζοντας τις τιμές. Μεταξύ των μέτρων που ζητούν οι παραγωγοί είναι η θεσμοθέτηση ελάχιστης τιμής δημοπράτησης των προϊόντων τους αλλά και γενναίες αποζημιώσεις για το μέρος της παραγωγής που μένει αδιάθετο».[2]
Με λίγα λόγια, τη στιγμή που σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης μετράει τα ψιλά στην τσέπη για το τι μπορεί να αγοράσει και τι όχι προκειμένου να τραφεί, οι καπιταλιστές τροφίμων (παραγωγοί και έμποροι) σκοτώνονται μεταξύ τους για τις απούλητες ποσότητες τροφίμων και το πόση προστασία δικαιούται έκαστος από το κράτος. Στο μεταξύ, προσέχτε λίγο τον απούλητο σωρό από ντομάτες που πετάχτηκε από τους «πληγέντες αγρότες» της Κρήτης στις κατσίκες (επισυνάπτουμε κάτω τη φωτoγραφία που συνόδευε το δημοσίευμα). Είναι μια πειστική απεικόνιση του τι συνιστά καπιταλιστική κρίση και όμοιες εικόνες με αυτή συναντάμε σε όλη την ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος: τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης μέχρι εξόντωσης και στο πλάι, σωροί από φυλασσόμενα και απούλητα εμπορεύματα που μπορούν κάλλιστα να πάνε για πέταμα.
Εν ολίγοις, τη διαδικασία μέσω της οποίας τα τρόφιμα φτάνουν στην κουζίνα μας θα πρέπει να πάψουμε να τη βλέπουμε ως αυτόματη και φυσιολογική. Πίσω από τούτα τα εμπορεύματα υπάρχει μια πληθώρα διευθετήσεων και κοινωνικών σχέσεων. Τα τρόφιμα, όπως κάθε εμπόρευμα, ενσωματώνουν πολιτικές συμφωνίες και θεσμίσεις και, αδιαπραγμάτευτα, την υπεραξία από την εκμετάλλευση πειθαρχημένης εργατικής δύναμης. Οι πολιτικές συμφωνίες και θεσμίσεις ανάμεσα στο κράτος και τους καπιταλιστές τροφίμων περιλαμβάνουν συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ποιος καπιταλιστής θα καρπώνεται και πόσο από την πίτα της διάθεσης τροφίμων. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι διαπραγματεύσεις και συμφωνίες περιλαμβάνουν εκβιασμούς, γιατί εδώ μιλάμε για αφεντικά, δηλαδή για λυσσασμένους σκύλους. Οι οποίοι όμως εκβιασμοί ενίοτε οδηγούν σε σοβαρές επιπτώσεις που φτάνουν μέχρι και τη διακοπή της διάθεσης τροφίμων. Την οποία, πρώτοι και καλύτεροι, θα υποστούμε εμείς.
Και τα δύο μέρη ωστόσο (κράτη και καπιταλιστές τροφίμων) συμφωνούν σε ένα θεμελιώδες ζήτημα: στην πειθάρχηση και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Όταν λοιπόν τίθεται σοβαρό ζήτημα με την εργατική δύναμη και τα αναγκαία για την αναπαραγωγή της, και παράλληλα οι καπιταλιστές τροφίμων σκοτώνονται μεταξύ τους για τη νομή του πλούτου, τότε ο ρόλος του κράτους ως συντονιστή και ρυθμιστή αναβαθμίζεται ακόμα περισσότερο. Για την ακρίβεια, ολόκληρο το δίκτυο των αφεντικών που ελέγχει την παραγωγή, διανομή και εμπορία τροφίμων με γενικό συντονιστή το κράτος αποκτά κομβικό ρόλο, καθώς η σίτιση του πληθυσμού, σε συνθήκες ανέχειας, δεν ήταν και ούτε είναι αμελητέο ζήτημα. Σε τέτοιες συνθήκες, μια σειρά από δυνατότητες είναι εφικτές, όλες τους έχουν να κάνουν με πολιτικές αποφάσεις και αυτές οι πολιτικές αποφάσεις έχουν δείξει στο παρελθόν ότι μπορούν να φτάσουν μέχρι τον θάνατο ενός ποσοστού εργατών και εργατριών από πείνα.
Ένας μαυραγορίτης στο άδειο μου ψυγείο
Ας επιστρέψουμε και πάλι στο ζήτημα της πειθαρχίας που μας επιβάλει ο καπιταλιστής τροφίμων, καθώς διαβαίνουμε το κατώφλι του μαγαζιού του με ολοένα και λιγότερα λεφτά στην τσέπη. Υποπτευόμαστε ήδη την κρισιμότητα του εμπορεύματος «τρόφιμα» στη συγκυρία που ζούμε, όπως επίσης και την ισχύ αυτών που τα κατέχουν και ελέγχουν. Υποπτευόμαστε ήδη ότι οι αδιάθετοι σωροί τροφίμων και εμπορευμάτων δεν θα μας χαριστούν, όπως δεν μας χαρίζεται τίποτε τόσο καιρό από όσα δικαιωματικά μας ανήκουν. Υποπτευόμαστε επίσης ότι όποιος αυτή τη στιγμή μεσολαβεί το τι θα τρέφεται η εργατική τάξη, αποκτά παράλληλα ένα σημαντικό εργαλείο ελέγχου της.
Αυτό όμως που ίσως δυσκολευόμαστε ακόμα να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, η ελεγχόμενη πρόσβαση στο σούπερ μάρκετ, συνδεδεμένη καθώς είναι με την αναγκαία σίτισή μας, ανασύρει μνήμες από το πιο ζοφερό παρελθόν του τόπου. Τότε, το 1941-1942, όπου η πείνα στην Αθήνα εξόντωσε ένα κομμάτι της εργατικής της τάξης. Τότε, που πλάι στους νεκρούς από ασιτία, υπήρχαν τόνοι φαγητού σε αποθήκες, οι οποίες ελέγχονταν από μια πυραμίδα εξουσιών. Μια πυραμίδα που είχε το κράτος στην κορυφή και τα αφεντικά, τους μπάτσους, τους παραγωγούς, τους εμπόρους, τους μεταφορείς και τις «ανθρωπιστικές οργανώσεις» στον υπόλοιπο κορμό της.[3] Μια πυραμίδα, κομμάτι της οποίας ήταν η μαφία και η λεγόμενη μαύρη αγορά.
Στο τεύχος 69 του περιοδικού antifa, στη στήλη «Σπουδές στο Γαλανόμαυρο» δημοσιεύτηκε το α’ μέρος ενός κειμένου με τίτλο: «Η καπιταλιστική αγορά που αμέσως την είπανε “μαύρη”: κράτος, αφεντικά, φιλανθρωπία και μαφία στην κατοχή».[4] Προτείνουμε να το ξαναδιαβάσετε, όπως κάναμε κι εμείς, μιας και περιλαμβάνει ένα ειδικό κεφάλαιο που αφορά τη διανομή τροφίμων. Η αίσθηση εγγύτητας με την εποχή μας προκαλεί ανατριχίλα. Γιατί το δίκτυο παραγωγής, μεταφοράς, εμπορίας τροφίμων, με το κράτος και τους μπάτσους στην κορυφή είναι ήδη έτοιμο να κάνει λαμπρές δουλειές όπως ακριβώς και τότε, που η οικονομία του κράτους δήθεν «είχε καταρρεύσει». Κι αυτές οι λαμπρές δουλειές βασίζονται στο ότι τα κατώτερα στρώματα θα βγάζουν το σκασμό. Για όσο διάστημα βέβαια παίζει η πρόφαση του κορονοϊού, αυτά μπορεί να μοιάζουν υπερβολές. Σε λίγους μήνες όμως, τα ξαναλέμε.
Το ξέρουμε ότι έχουμε ανοίξει εδώ ένα τεράστιο ζήτημα που δεν μπορούμε να το εξαντλήσουμε. Το σίγουρο πάντως είναι τούτο: μπορεί ετούτη τη στιγμή το πάγωμα ενός μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας να μπερδεύει, αλλά ας μη γελιόμαστε. Τα αφεντικά ως τάξη δεν θα ψοφήσουν και ούτε ακριβώς η οικονομία έχει παγώσει. Τώρα ειδικά, με τα πειθαρχικά μέτρα «κλειστείτε σπίτι, βουλώστε το, ακούστε τι λένε οι ειδικοί», οι καπιταλιστές ζουν την ουτοπία τους. Εδώ ανοίγονται οι δυνατότητες ώστε τα κατώτερα στρώματα να διαπαιδαγωγηθούν σε μια νέα διευθέτηση της ζωής και της αναπαραγωγής τους, όπως επίσης και σε μια νέα (καπιταλιστική) οικονομία του χρόνου. Η πειθαρχία στη δουλειά έχει πλέον βγει ολοφάνερα έξω από τους χώρους εργασίας. Στο δημόσιο χώρο, τους δρόμους και τις πλατείες όπου η συνάθροιση και το χασομέρι βαφτίζονται πλέον αντικοινωνικές πράξεις. Αυτή η πειθαρχία είναι που φτάνει μέχρι το σούπερ μάρκετ, όπου μας επιβάλλεται να μπαίνουμε ως τρόφιμοι, σκυφτοί, κτυπώντας κάρτα, όπως ακριβώς κάνουμε όταν πηγαίνουμε για δουλειά.
[1] Βλ. Γιάννης Σουλιώτης, «Η νέα καθημερινότητα επηρεάζει τα σχέδια αστυνόμευσης», Καθημερινή 18/03/2020.
[2] Βλ. Μάριος Διονέλλης, «Τεράστιο το πλήγμα του ιού για τους Κρητικούς αγρότες», Εφημερίδα των Συντακτών 1/04/2020.
[3] Οι «ανθρωπιστικές οργανώσεις» που έστηναν συσσίτια στην κατοχή ήταν μια άλλη μορφή κρατικής μεσολάβησης στη διάθεση τροφίμων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δίκαιη μοιρασιά του φαγητού, αν αναλογιστούμε ποιοι ήταν αυτοί που τις έλεγχαν. Σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο, «μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης της οικονομίας, η ανθρωπιστική βοήθεια δεν ήταν δύσκολο να μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο. Ο επισιτισμός του πληθυσμού έγινε έλεγχος του πληθυσμού». Βλ. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ος αιώνας, εκδόσεις Πόλις, 2019, σ. 209. Βέβαια, η οικονομία στην κατοχή δεν «κατέρρευσε» ακριβώς.
[4] Το β΄μέρος στα «προσεχώς».