Τα δύο τελευταία χρόνια σηκωθήκαμε, οργανωθήκαμε, πολεμήσαμε τους φασίστες.
Κι όχι μόνο αυτό: ειδωθήκαμε, γνωριστήκαμε, διαισθανθήκαμε κοινά συμφέροντα και κοινούς σκοπούς.
Και λέμε πως το νιώθαμε, ακόμα και με το βλέμμα μας μυωπικά κολλημένο στους νεοναζί:
Δεν είναι μονάχα αυτοί ο φασισμός των καιρών μας.
Φασισμός είναι ο ολοκληρωτισμός της αστυνομικής κατάληψης της πόλης.
Είναι η οργανωμένη μετατροπή των προνοιακών συστημάτων σε αστυνομικούς μηχανισμούς.
Είναι το κράτος που γίνεται μαφία και η μαφία που γίνεται κράτος.
Είναι η καθημερινή αδιάφορη απαρίθμηση των νεκρών στα σύνορα.
Είναι τα σχέδια για εμπλοκή του ελληνικού κράτους στους διακρατικούς ανταγωνισμούς της Ανατολικής Μεσογείου.
Είναι η παγωμένη πειθαρχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης για μετανάστες εργάτες.
Είναι η σύνδεση άδειας παραμονής και ενσήμων για δεκάδες χιλιάδες νεαρούς και νεαρές.
Είναι ο μισθός που ποτέ δεν βγάζει τον μήνα και η δουλειά που τσακίζει κόκαλα.
Είναι τα «ναι» που πολλαπλασιάζονται και τα «όχι» που λιγοστεύουν.
Είναι η θριαμβευτική αλαζονεία η χαραγμένη στα μούτρα του αφεντικού κάθε πρωί.
Οι αρμόδιοι μας λένε ότι λάθος καταλάβαμε. Ότι όλα αυτά -τα χίλια πρόσωπα του ελληνικού φασισμού- δεν είναι μέρος μιας κρατικής στρατηγικής, ότι δεν διαγράφουν το μέλλον.
Κι όμως εμείς νιώθουμε – με τη διαίσθηση που γεννά ο κίνδυνος – ότι απέναντί μας δε βρίσκεται μια τυχαία παρεκτροπή από την οποία θα επιστρέψουμε μαγικά.
Απέναντί μας βρίσκεται η στρατηγική του ελληνικού κράτους ενάντια στην εργατική τάξη.
Και θα πρέπει, αυτή τη στρατηγική, πρώτα να την καταλάβουμε και μετά να την πολεμήσουμε.
Όχι με την αδιάφορη διεκπεραιωτική διάθεση του ανθρωπιστή χομπίστα, αλλά, όλο και περισσότερο με την τέχνη, την επινοητικότητα και την ορμή αυτού που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
ΣΑΒΒΑΤΟ 22/02/2014
12.00 – ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ