Η Μάρθα, υπάλληλος σούπερ μάρκετ. Συμμετείχε στα μακεδονικά συλλαλητήρια.
Ο Άγγελος, οικοδόμος. Πάντα το ‘λεγε ότι «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές».
Η Σωτηρία, γραμματέας. Όχι μόνο πήγε εθελοντής στους Ολυμπιακούς, αλλά το γράφει και στο βιογραφικό της.
Ο Βαγγέλης, «αδιόριστος επιτυχόντας του ΑΣΕΠ». Το 1997 είχε παίξει στο χρηματιστήριο.
Ο Νεκτάριος, εργάτης αποθήκης. «Όταν χάσαμε από την Αλβανία το 2004» είχε χτυπήσει κάποιον.
Ο Γιάννης, διαφημιστής. Στο Λύκειο διάβαζε το ΚΛΙΚ. Έκτοτε γυμνάζεται τακτικά.
Ο Στέφανος, εξωτερικός υπάλληλος. Για να το ρίξει έξω, πάει σε κωλόμπαρα.
Η Μαρία, πωλήτρια σε φούρνο. Πιστεύει ότι «οι Αμερικάνοι βάζουν τους Τούρκους να μας πάρουν την Κύπρο».
Ο Άλκης, σεκιουριτάς πιστεύει ότι από δω και πέρα θα πάμε καλά. Μόνο που «χρειάζεται κάποιος δυνατός να πάρει τη χώρα στα χέρια του».
Εδώ δεν είναι που ανησυχήσαμε για τα εθνικά δίκτυα; Πού ντυθήκαμε Μεγαλέξαντροι; Που κάναμε τον μπάτσο επάγγελμα και τον εργάτη ντροπή; Εδώ δεν παραμυθιαστήκαμε ότι θα γίνουμε αφεντικά; Που είπαμε τον Κάρατζιτς αδερφό και τους Αλβανούς κλέφτες; Εδώ δεν ζηλέψαμε όσο τίποτα την παγωμένη φάτσα του ιδιοκτήτη και του μαγαζάτορα; Εδώ δεν πουλήσαμε τη συνείδησή μας στα κωλόμπαρα και στο χρηματιστήριο; Ήταν προφανές καιρό τώρα: ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα. Ή με άλλα λόγια, εκείνο που ρίχνει τα μεροκάματα είναι το ξεπούλημα της ταξικής συνείδησης. Αυτό είναι το γραμμάτιο που πληρώνουμε τώρα. Κι αυτό είναι το γραμμάτιο που θα πληρώνουμε μια ζωή. Ή μέχρι αυτή τη χαμένη μας συνείδηση να την ανακαλύψουμε ξανά.