Η απαγόρευση της μπούρκας και του νικάμπ στη Γαλλία και η σύλληψη –μέσα στον Απρίλη- των πρώτων γυναικών που θαρραλέα αψήφησαν το σχετικό νόμο συνοδεύτηκε από το γνωστό ρατσιστικό κουρνιαχτό: «οι μουσουλμανικές κοινότητες προσβάλλουν τις ελευθερίες μας». Από εδώ και στο εξής η γαλλική αστυνομία θα συλλαμβάνει όσες αμφισβητούν την απαγόρευση, τα δικαστήρια θα επιβάλλουν πρόστιμα, οι δημόσιοι λειτουργοί θα «αναμορφώνουν» τις «παραβάτριες» και οι φασίστες θα κάνουν τη βρώμικη δουλειά εκεί που δε φτάνει το κρατικό χέρι.
Σε μια χώρα όπου ζουν 4 εκατομμύρια μουσουλμάνοι και μουσουλμάνες, οι γυναίκες που φορούν μπούρκα ή νικάμπ φτάνουν μόλις τις 2000. Κι όμως, το γαλλικό κράτος παριστάνει ότι «απειλείται». Με το πρόσχημα της «γυναικείας απελευθέρωσης» και καβάλα στο άλογο του πολιτισμικού ρατσισμού που «δεν έχει μεν πρόβλημα με τους ξένους, αλλά αυτοί πρέπει να συμμορφώνονται στις αξίες μας», οι σύγχρονοι σταυροφόροι εφορμούν ξανά εναντίον ενός κομματιού της εργατικής τάξης.
Οι πολιτικές της «αφομοίωσης» που μας λένε ότι απέτυχαν στη Γαλλία δεν ήταν άλλο από πολιτικές αποκλεισμού των μουσουλμανικών κοινοτήτων από τη γαλλική κοινωνία. Δεν ήταν άλλο από πολιτικές που αρνούνταν την πολυεθνικότητα των εργατών και εργατριών μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Έτσι και τώρα, η απαγόρευση της μπούρκας και του νικάμπ δεν είναι τίποτε άλλο από μια πολιτική περιθωριοποίησης των μουσουλμάνων εργατών και εργατριών και περαιτέρω διαίρεσης της εργατικής τάξης εν γένει.
Στο ίδιο έργο θεατές είμαστε και εδώ: στο έργο της ισλαμοφοβίας που προβάλλει τεχνητά στο πρόσωπο των μουσουλμάνων εργατών φανταστικές απειλές. Με σκοπό τη διαίρεση. Όμως, από το Παρίσι μέχρι την Αθήνα, η επίθεση ενάντια στους μουσουλμάνους προλετάριους – ακόμα και όταν διαφέρει στις αιχμές της- δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό: επίθεση ενάντια στους εργάτες.