Το ξέρουμε καλά, ένας κόσμος που το μοναδικό μας μέλημα θα ήταν ο ιός, οι μονάδες εντατικής θεραπείας κι οι στατιστικές περί κρουσμάτων, θα ήταν ένας κόσμος πολύ απλούστερος απ’ αυτόν που μας έλαχε να φάμε στη μάπα. Κι όμως! Οι διαδικασίες που ξεδιπλώνονται εναντίον μας κι οι εχθροί που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε είναι πράγματα πολύ πιο περίπλοκα και πολύ πιο σοβαρά από κάποιου είδους γρίπη. Εννοείται πως τα αφεντικά μας έχουν πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, άλλο που έχουν βάλει τα δελτία των ειδήσεων και τα σόσιαλ μήντια να ξερνάνε μαλακίες με το κιλό ώσπου να πειστούμε ότι ο κόσμος έπαψε να γυρίζει γύρω απ’ την εργασία και τον διακρατικό ανταγωνισμό κι άρχισε να κινείται με καύσιμο τις ΜΕΘ και τα ιικά φορτία. Αν έχετε αμφιβολίες, μπορείτε να πάρετε ως παράδειγμα το άρθρο που επιλέξαμε να μεταφράσουμε και να παραθέσουμε παρακάτω. Έχει τον τίτλο «Για τις ΗΠΑ και την Κίνα, δεν υπάρχει γυρισμός» και το βρήκαμε στο έγκριτο σάιτ που ονομάζεται Geopolitical Futures. Είναι απ’ αυτά που χρησιμοποιούμε κατά καιρούς για να τεκμηριώσουμε παλαβές απόψεις που θέλουν την πανδημία να είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να οξυνθεί το διακρατικό πλάκωμα και να ενταθεί η υποτίμησή μας και σκεφτήκαμε ότι χρήσιμο θα ήταν να μοιραστούμε κανένα και μαζί σας, για να δείτε τι τραβάμε[1].
Εντάξει, όχι μόνο γι’ αυτό. Πίσω απ’ τις περίτεχνες διατυπώσεις που χρησιμοποιεί ο αναλυτής ώστε να μην καταλαβαίνουμε τον Χριστό μας, αναδύεται μια ρεαλιστική εικόνα της παγκόσμιας κατάστασης που μπορεί να μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη στην προσπάθεια ν’ απαντήσουμε το πια μονίμως επίκαιρο ερώτημα «τι σκατά γίνεται». Λέμε ρεαλιστική, και το εννοούμε. Στον κόσμο που μας παρουσιάζεται από το άρθρο, δεν υπάρχουν τρελοί ή καλοπροαίρετοι πρόεδροι και κράτη που αλλάζουν ρότα ανάλογα με το αποτέλεσμα των εκλογών[2], υπάρχουν πάγια κρατικά συμφέροντα και στρατηγικές προάσπισης τους που χαρακτηρίζονται από συνέχεια. Στον κόσμο αυτόν, δεν υπάρχουν συναχωμένες νυχτερίδες και αναπάντεχες πανδημίες, υπάρχει ο διακρατικός ανταγωνισμός και ο εμπορικός πόλεμος, η ιστορία τους που εκτείνεται πίσω δεκαετίες κι η κορύφωσή τους στις μέρες μας. Υπάρχει, ταυτόχρονα, σκληρή ομερτά γύρω απ’ τον ιό ως την γλώσσα στην οποία διεξάγεται πλέον αυτός ακριβώς ο διακρατικός ανταγωνισμός κι αυτός ακριβώς ο εμπορικός πόλεμος. Σκληρή ομερτά και γύρω από δυσνόητα θέματα όπως η σχέση των αμερικανικών επιχειρήσεων με την Κίνα απ’ τα ’80s ως σήμερα.[3] Είναι ένας κόσμος πολύ πιο περίπλοκος απ’ αυτόν που μας παρουσιάζουν τα διαγγέλματα του Τσιόδρα και τα διαγράμματα με τα κρούσματα. Αλλα τελικά είναι ο κόσμος που μας έλαχε να φάμε στη μάπα. Και πρέπει να προσπαθούμε να τον καταλαβαίνουμε με κάθε ευκαιρία.
Οπότε, λάβετε ετούτο εδώ. Και επειδή καταλαβαίνουμε ότι μπορεί και να δυσκολευτείτε κάπως, προσθέσαμε κάποιες υποσημειώσεις που περιγράφουν συντόμως πώς το καταλαβαίνουμε εμείς.
Για τις ΗΠΑ και την Κίνα, δεν υπάρχει γυρισμός
Ακόμα και με κυβέρνηση Μπάιντεν, στο εξής η αντιπαλότητα μόνο θα οξύνεται[4]
Οι μήνες που προηγήθηκαν των εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν γεμάτοι με υποθέσεις γύρω απ’ το ποιον υποψήφιο θα προτιμούσε το Πεκίνο για τον Λευκό Οίκο. Σε αρκετές συνεντεύξεις τους (δεν περιλαμβάνονται πηγές) σε δυτικά μέσα ενημέρωσης, οι Κινέζοι αξιωματούχοι επέμεναν ότι ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και οι στενοί συνεργάτες του δεν είχαν ιδιαίτερη προτίμηση. Ούτε η εκλογή του Μπάιντεν, ούτε η επανεκλογή του Τραμπ θα μπορούσε να θέσει σε διαφορετική τροχιά τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Παρόλα αυτά, οι πρόσφατες κινήσεις του Πεκίνου προδίδουν ότι, ανεξάρτητα με το αποτέλεσμα, τα πράγματα αναμένεται να χειροτερέψουν κι ότι το εκλογικό χάος παραείναι σύντομο για να μπορέσει να προσφέρει εκμεταλλεύσιμες ευκαιρίες. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Η τεράστια εσωτερική πίεση που αντιμετωπίζει το Πεκίνο σε συνδυασμό με αμείλικτες γεωπολιτικές επιταγές είναι που το εγκλωβίζουν στη ολοένα και πιο δυναμική του πορεία. Κι έτσι, σφυρηλατείται αντίστοιχα μια ολοένα και πιο διακομματική συμφωνία στην Ουάσινγκτον ότι η Κίνα υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι η μεγαλύτερη στρατηγική κι οικονομική πρόκληση για την χώρα. Φυσικά, κατά την προεδρία του Μπάιντεν θα υπάρξουν τακτικές διαφορές καθώς κι αλλαγές στο πως θα ιεραρχεί η νέα κυβέρνηση τις προκλήσεις. Αλλά, με απλά λόγια, η αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, από εδώ και μπρος μόνο θα οξύνεται.
Η διακομματική συμφωνία
Έχει πια γίνει της μόδας η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι προκάτοχοι του Τραμπ προσέγγιζαν την στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Κίνα με αφέλεια και ευσεβείς πόθους. Κατ’ επέκταση, πάντα σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η διαρκής έμφαση που δινόταν στην επαφή και στην ένταξη της Κίνας στο διεθνές σύστημα εμπορίου, είχε τις ρίζες της σε αισιόδοξες προβλέψεις ότι αν η Κίνα πλουτίσει, τότε θα οδηγηθεί τελικά στον εκδημοκρατισμό και το Πεκίνο θα έχει περισσότερα κίνητρα να ακολουθεί τους κανόνες και τα πρότυπα της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.
Αλλά αυτή η αντίληψη, παραποιεί τα ιστορικά δεδομένα. Τα ντοκουμέντα που αφορούν την εθνική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών στα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε συνδυασμό με τη συζήτηση που διεξαγόταν τότε γύρω απ’ την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου,[5] δείχνουν ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση Κλίντον δεν είχε αυταπάτες για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές κι οικονομικές απειλές που θα μπορούσαν να προκύψουν από την Κίνα. (Η καταστολή στην Πλατεία Τιενανμέν, άλλωστε, ήταν ακόμα πρόσφατη στην ιστορία.)
Αντιθέτως, οι σχετικά φιλικές προς την Κίνα πολιτικές της κυβέρνησης Κλίντον, όπως κι εκείνες των κυβερνήσεων Τζ. Μπους και Ομπάμα, είχαν τρεις κατά βάση αιτίες. Πρώτον, βασίζονταν στην κατανόηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απλά δεν είχαν τα απαραίτητα διαπραγματευτικά χαρτιά ώστε να αναγκάσουν το ΚΚΚ να κάνει οτιδήποτε παρά την θέλησή του, ιδιαίτερα αν θεωρούσε ότι αυτό θα ελάττωνε την ισχύ του στην Κίνα. Δεύτερον, είχε γίνει αντιληπτό ότι η συνεργασία της Κίνας θα ήταν απαραίτητη για καίρια θέματα κοινού συμφέροντος όπως η εξάπλωση των πυρηνικών, η τρομοκρατία, η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, οι περιβαλλοντικές ή επιδημιολογικές απειλές και ούτω καθεξής. Τρίτον, οι επιχειρηματικές κοινότητες των Ηνωμένων Πολιτείων, όλο και περισσότερο έβλεπαν την Κίνα κάτω απ’ το πρίσμα του οικονομικού οφέλους που αντλούσαν χάρη σ’ αυτήν.
Εξαιτίας του τρίτου παράγοντα, γινόταν όλο και δυσκολότερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάξουν κατεύθυνση απ’ την στιγμή που ξεκίνησαν να έχουν στενότερες επαφές με την Κίνα. Με απλά λόγια, το Πεκίνο είχε πάρα πολλούς φίλους στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και συμφέροντα, πράγμα που έκανε το οικονομικό και πολιτικό κόστος μιας απότομης ρήξης εξαιρετικά υψηλό για να το αντέξει οποιαδήποτε κυβέρνηση, ειδικά την στιγμή που υπήρχαν πολύ πιο πιεστικά προβλήματα (όπως ήταν ο παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας ή η οικονομική κατάρρευση του 2008).[6] Παράλληλα, οι Αμερικανοί καταναλωτές είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη προτίμηση για τα φθηνά εισαγόμενα προϊόντα και καμία διάθεση δεν είχαν να τα εγκαταλείψουν.[7]
To 2017, ωστόσο, αποτέλεσε σημείο καμπής. Όταν ο Τραμπ εξαπέλυσε τον εμπορικό πόλεμο, τα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα εντός των ΗΠΑ είχαν όλα ευθυγραμμιστεί. Η αμερικανική μεσαία τάξη είχε δεχθεί καίρια πλήγματα. Πολλοί υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού καθώς κι ολόκληροι επιχειρηματικοί τομείς είχαν αλλάξει στάση εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η Κίνα στρέβλωνε τις διεθνείς αγορές, αγνοούσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στον ΠΟΕ καθώς κι υποστήριζε την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανάδυση της Κίνας σε έναν σχεδόν ισάξιο στρατιωτικό ανταγωνιστή, με διάθεση κι ικανότητα να υπαγορεύει συμπεριφορές στους γείτονές του, έπιασε εξ απροόπτου την Εθνική Άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε συνδυασμό με την φαινομενική παρακμή της τεχνολογικής υπεροχής του αμερικανικού στρατού και της αεροπορίας, άρχισαν να γεννώνται αμφιβολίες μεταξύ των συμμάχων των ΗΠΑ για τις αμερικανικές δεσμεύσεις. Αυτό οδήγησε την Ουάσιγκτον σε έντονες ανησυχίες ότι δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό από μια μεγάλη δύναμη.[8] Η στάση της Κίνας στο Χονκ Κονγκ διέψευσε και τα τελευταία ίχνη αισιοδοξίας σχετικά με τον κινέζικο εκδημοκρατισμό ενώ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σιντζιάνγκ εξόργισαν τους πάντες.
Με άλλα λόγια, το ΚΚΚ έχει προσφέρει σε κάθε ισχυρή κοινωνική ομάδα των ΗΠΑ λόγους να το εχθρεύεται. Κι έτσι, γίνεται ολοένα και δυσκολότερο για το Πεκίνο να προωθήσει τα συμφέροντά του στις ΗΠΑ, να εκμεταλλευθεί τις εσωτερικές τους διαφωνίες και να εξασφαλίσει ότι για τους αρμόδιους της αμερικανικής πολιτικής ο πιο εύκολος δρόμος θα συνεχίσει να ευνοεί το υπάρχον στάτους κβο με την Κίνα. Ο τεχνολογικός και εμπορικός πόλεμος του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ δεν έφερε ουσιαστικές εξελίξεις παρά σε ελάχιστα από τα βασικά μέτωπα. Αλλά το γεγονός ότι κατάφερε να διατηρήσει την συνέχειά του παρά το οικονομικό κόστος, ακόμα και εν μέσω της κατάρρευσης που προκάλεσε ο κορωνοϊός, καθιστά ξεκάθαρο ότι είμαστε μπροστά σε μια αλλαγή παραδείγματος.
Παραμένοντας προσηλωμένοι στο στόχο
Για το Πεκίνο, η περίοδος διακυβέρνησης Τραμπ δεν ήταν μια αλλαγή παραδείγματος. Ήταν απλά η επιβεβαίωση της υποψίας που υπάρχει από καιρό, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν με κάθε μέσο να ανακόψουν την ανάδυση της Κίνας. Η μόνη αλλαγή που επέφερε ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος στις ελίτ της Κίνας, ήταν να στενέψουν κι άλλο τα περιθώρια για διαφωνίες και να σιγάσουν οι φωνές που εξέφραζαν ανησυχίες για τον διπλωματικό δρόμο του «μοναχικού λύκου» που ακολουθεί η Κίνα καθώς και για την πιθανότητα η διαρκής πίεση που ασκεί στους γείτονες να της γυρίσει μπούμερανγκ. Σε αυτό το σημείο, καταλυτικής σημασίας είναι η αυστηρή, κάθετη, λογοκριτική και θεσμική παράδοση του ΚΚΚ. Δημιουργεί φερέφωνα, καταπιέζει την σφαιρική και δημιουργική σκέψη και δίνει κίνητρα σε οποιονδήποτε ονειρεύεται την επαγγελματική επιτυχία να μην ξεφεύγει από την γραμμή.[9] Ταυτόχρονα, εθίζει τους πολίτες στον εθνικισμό κι αυξάνει το πολιτικό κόστος οποιουδήποτε συμβιβασμού με τον Σατανά.
Ακόμη μεγαλύτερης σημασίας είναι, ωστόσο, ότι η παρούσα ηγεσία πιστεύει ακράδαντα πως η επιβίωση του Κόμματος αλλά κι η ίδια η ασφάλεια κι η ευημερία της χώρας, όλα τους εξαρτώνται απ’ την συνέχεια των πολιτικών που τόσο εξοργίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για αυτόν τον λόγο ο Σι εξακολουθεί να υποστηρίζει τον κρατικό μερκαντιλισμό, όπως κατέστη σαφές από μια πρόσφατη ομιλία του. Για τον ίδιο λόγο είναι που το Πεκίνο φαίνεται ικανοποιημένο με το γεγονός ότι οι κινήσεις του στην Ινδία, την Αυστραλία, την Ταιβάν και αλλού, αντιμετωπίζονται εχθρικά. Και για τον ίδιο λόγο είναι που πήρε ένα πολύ μεγάλο ρίσκο στο Χονγκ Κονγκ.[10]
Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι το Πεκίνο θεωρεί ότι η πλειονότητα των πολιτικών του έχουν επιτυχία (πιστεύει, για παράδειγμα, ότι πέρασε επιτυχώς το τελευταίο συστημικό τεστ κόπωσης που έφερε η πανδημία) και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ασθμαίνουσα υπερδύναμη που αρνείται να κοιτάξει κατάματα την παρακμή της. Το ΚΚΚ δεν έχει λόγο να αλλάξει πορεία, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα κλειδώσει τον εαυτό του σε μια σχέση με τις ΗΠΑ που θα το ενισχύει ακόμα κι αν αυτή το οδηγήσει στο επικίνδυνο μονοπάτι της σύγκρουσης.
Αυτή είναι, λοιπόν, η πρόκληση που κληρονόμησε ο Τζο Μπάιντεν. Η ιδανική στρατηγική απέναντι στην Κίνα θα ήταν να διατηρηθεί η ισορροπία της ισχύος και να πειστούν άλλα κράτη με παρόμοια νοοτροπία να αναλάβουν το κόστος που θα μπορούσε να έχει η είσοδος σε μια ξεκάθαρα αντί-κινεζική συμμαχία. Παράλληλα, θα πρέπει να επιδιορθωθούν τα τρωτά σημεία στο εσωτερικό, όσον αφορά την οικονομία και την τεχνολογία, χωρίς ωστόσο να προκληθεί μεγάλη ζημιά στην οικονομική ευημερία των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακόμα, θα πρέπει να αποκρουστούν οι πιο επιθετικές κινήσεις της Κίνας, χωρίς όμως να καταστεί αδύνατη η επικοινωνία σε ζητήματα κοινού συμφέροντος. Όλα αυτά, ενώ θα διατηρούνται ανοιχτές διέξοδοι από έναν δρόμο που θα μπορούσε να οδηγήσει στον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, πολλοί απ’ αυτούς τους στόχους είναι ασυμβίβαστοι μεταξύ τους. Κι επίσης, οποιαδήποτε πρόοδος θα είναι κοστοβόρα, τόσο οικονομικά όσο και από άποψη πολιτικού κεφαλαίου, κανένα εκ των οποίων δεν θα υπάρχει σε μεγάλο απόθεμα λόγω των εσωτερικών κρίσεων που θα πρέπει παράλληλα να διαχειρίζεται ο Μπάιντεν.
Επομένως, μπορεί η κυβέρνηση να πει μεγάλα λόγια για τον πλουραλισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προσπάθεια να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των συμμάχων και των φίλων στην περιοχή, θα είναι, όμως πολύ δύσκολο να τα κάνει πράξη. Αν, για παράδειγμα, θελήσει να αυξήσει σημαντικά την συνδρομή στην ασφάλεια των εταίρων της κατά μήκος της Νότιας Σινικής Θάλασσας, θα έρθει αντιμέτωπη με το γεγονός ότι όλοι στην Ουάσιγκτον έχουν άλλες προτεραιότητες για τον προϋπολογισμό. Αν θελήσει να κάνει περισσότερα προκειμένου να προασπίσει τα υλικά συμφέροντα των εταίρων των Ηνωμένων Πολιτειών σε αμφισβητούμενα νερά και να ανατρέψει την πεποίθηση του Πεκίνου ότι θα κατορθώσει να αλλάξει τους συσχετισμούς ισχύος στον Δυτικό Ειρηνικό, θα έρθει αντιμέτωπη με το γεγονός ότι το αμερικανικό ναυτικό και η ακτοφυλακή ήδη παραείναι απλωμένα κι έχουν απελπιστική ανάγκη από συντήρηση κι επισκευή.[11] Θα μπορούσε να συνάψει γρήγορα μια συμφωνία με το Πεκίνο ώστε να ελαττώσει κάπως τον κύριο όγκο των δασμών που έχουν επιβληθεί στις κινεζικές εισαγωγές και πλήττουν τους καταναλωτές των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά το Πεκίνο από την μεριά του δεν πρόκειται να παραχωρήσει σημαντικά ανταλλάγματα. Το διαπραγματευτικό χαρτί που θα καταστούσε δυνατή την ανακοπή του κινεζικού μερκαντιλισμού και της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας ακόμη δεν έχει βρεθεί, ειδικά από την στιγμή που το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού δεν μπαίνει καν στη συζήτηση. Οι αμερικανικές εταιρείες που δεν επιθυμούν να φύγουν από την Κίνα δεν πρόκειται να αναγκαστούν να φύγουν παρά τη θέλησή τους.[12]
Συνεπώς, δεν είναι βέβαιο ποιες θα είναι οι επιλογές της κυβέρνησης Μπάιντεν σε σχέση με την Κίνα, ούτε και ποιες θα είναι οι τακτικές που θα ακολουθήσει για να τις διεκπεραιώσει. Αλλά δεν υπάρχει γυρισμός στο προηγούμενο στάτους κβο. Το θεμελιώδες ερώτημα αυτήν την στιγμή είναι αν και πώς θα καταφέρουν οι δύο χώρες να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στην στρατηγική αντιπαλότητα και τον πόλεμο.
[1] Τέτοια χρησιμοποιήσαμε για παράδειγμα, για να γράψουμε την σειρά κειμένων Το Πείραμα, που μπορεί κανείς να βρει με ένα κλικ και λίγο σκρολλ εδώ: https://autonomeantifa.gr/category/speaking/. Σας συστήνουμε ανεπιφύλακτα να την διαβάσετε, ακόμα κι αν την έχετε ξαναδιαβάσει. Εμείς το κάναμε πρόσφατα και αποδείχθηκε αν μη τι άλλο ιδιαίτερα ψυχοθεραπευτικό.
[2] Γι’ αυτό το ζήτημα έχουμε ξαναμιλήσει εκτενώς. Δείτε για παράδειγμα το κείμενο Ο Ντόναλτ Τράμπ δεν είναι Τρελός, στο τεύχος #55 του περιοδικού Antifa. Ιδού και το λινκ: https://autonomeantifa.gr/wp-content/uploads/2020/04/55_trump.pdf
[3] Για το συγκεκριμένο έχουμε προσπαθήσει να δώσουμε ορισμένες απαντήσεις στην τέταρτη συνέχεια της σειράς Το Πείραμα, που μπορεί να βρεθεί εδώ: https://autonomeantifa.gr/no23-to-peirama-mia-istoria-ion-kai-empo/
[4] Phillip Orchard, “For the US and China, There’s No Going Back”, Geopolitical Futures, 9/11/2020, https://geopoliticalfutures.com/for-the-us-and-china-theres-no-going-back/
[5] Δηλαδή: Ο συγγραφέας, πιθανώς παλαιώθεν οπαδός του πεσίματος στην Κίνα, ανατρέχει στην πρόσφατη ιστορία των αμερικανοκινεζικών σχέσεων. Ρωτά: γιατί, καλοί μου συμπατριώτες, έπειτα από δέκα χρόνια συζήτηση, κάπου το 2003, επιτρέψαμε στην Κίνα να συμμετάσχει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, δηλαδή επιτρέψαμε στα κινεζικά εμπορεύματα να εισβάλουν στις διεθνείς αγορές; Και απαντά μόνος του: γιατί πολλά από αυτά τα εμπορεύματα παράγονταν από τις δικές μας εταιρείες στην Κίνα, με φτηνή κινεζική εργασία. Έτσι, τα δικά μας, αμερικανικά αφεντικά, θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα υπόλοιπα αφεντικά του πλανήτη από πλεονεκτική θέση. Επίσης γιατί, εισάγοντας αυτά τα φτηνότερα εμπορεύματα στις ΗΠΑ, μπορούσαμε να ρίχνουμε την αξία της εργατικής δύναμης στο εσωτερικό. Τέλος, γιατί ήταν δύσκολο να κάνουμε αλλιώς. Τι διάολο; Είχαμε ήδη ξεκινήσει έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή και δεν μας χρειαζόταν δεύτερος. Υπολογίζαμε ότι ελέγχοντας την τιμή του πετρελαίου θα μπορούσαμε να ελέγξουμε και την Κίνα. Αλλά οι λογαριασμοί αλλάζουν…
[6] Δηλαδή: το αμερικανικό κράτος ενεπλάκη σε πόλεμο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτός ο πόλεμος κρύφτηκε κάτω από το προσωπείο της «ισλαμικής τρομοκρατίας». Ήταν όμως μια εσκεμμένη διάλυση της Μέσης Ανατολής, με στόχο την εμπλοκή της Ρωσίας σε πολεμικές συγκρούσεις στο «εγγύς εξωτερικό» και τον έλεγχο της τιμής του πετρελαίου. Αυτός ο πόλεμος απαιτούσε κινεζική ανοχή ή συμμόρφωση. Με αυτό τον στόχο, οι ΗΠΑ χρησιμοποιήσαν όσο μπόρεσαν το καρότο του ΠΟΕ και το μαστίγιο του πετρελαίου. Αλλά και πάλι σκατά. Το 2008 η κρίση μας χτύπησε όπως όλους και ακόμη χειρότερα. Από το 2008 και μετά, η κινεζική συμμόρφωση τελειώνει.
[7] Δηλαδή: τα αφεντικά στις ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει τη φτηνή εργασία των Κινέζων εργατών για να ρίξουν την αξία της εργατικής δύναμης στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Τα αφεντικά στις ΗΠΑ έχουν εθιστεί στην φτηνή κινεζική εργασία, όχι μόνο γιατί με αυτό το εργαλείο αντιμετωπίζουν επί δεκαετίες τους διεθνείς ανταγωνιστές τους, αλλά και γιατί με το ίδιο εργαλείο αντιμετωπίζουν επί δεκαετίες την εργατική τάξη στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
[8] Δηλαδή: Όλα αυτά τα ωραία πρέπει να αναθεωρηθούν, υπό το φως νέων εκτιμήσεων: (α) Η κινεζική παραγωγική ισχύς είναι όλο και πιο δύσκολο να περιοριστεί στους κλάδους χαμηλής οργανικής σύνθεσης. Συγκεκριμένα, οι Κινέζοι καπιταλιστές κλέβουν αποτελεσματικά τις ιδέες των αμερικανικών εταιρειών (αυτή είναι η «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» που τη βλέπει ο κύριος Orchard και βάζει τα κλάματα): σταματούν να φτιάχνουν μόνο ρούχα και αρχίζουν να φτιάχνουν κινητά τηλέφωνα, αυτοκίνητα, υπολογιστές, βιοτεχνολογίες. Οι Κινέζοι καπιταλιστές έχουν όλο και λιγότερο ανάγκη τις εταιρείες μας. (β) Ακριβώς λόγω αυτού του προβλήματος (του λαχανιάσματος στην τεχνολογική κούρσα), ο κινεζικός στρατός εκσυγχρονίζεται ραγδαία. Μας είναι όλο και πιο δύσκολο να φανταστούμε μια επιτυχή στρατιωτική αντιμετώπιση της Κίνας, ειδικά στη γειτονιά της. Δυστυχώς οι σύμμαχοι το ‘χουν πάρει χαμπάρι.
[9] Είναι εξαιρετικά αστείο που αυτός ο σοφός πράκτορας/αρθρογράφος, ψάχνει με το ντουφέκι κάποια «μειονεκτήματα» του Πεκίνου, και τελικά τα ανακαλύπτει στο πεδίο… της πολιτικής και της ελευθερίας του λόγου. Ακριβώς δηλαδή στο σημεία όπου τα «δυτικά κράτη» προσπαθούν λαχανιασμένα να φτάσουν το Πεκίνο από τον Μάρτη και μετά! Δείτε για παράδειγμα την πρόταση «όποιος ονειρεύεται επαγγελματική επιτυχία δεν πρέπει να ξεφεύγει από τη γραμμή» και εφαρμόστε για οποιαδήποτε δυτική χώρα θέλετε στους καιρούς της πανδημίας. Κακά τα ψέμματα: αν δεν πεις το ποίημα με τον ιό, ούτε καριέρα στο ΚΚΕ δεν μπορείς να κάνεις! Ή γενικότερα: από τον Μάρτη και μετά, η πανδημική ρητορική του Πεκίνου υιοθετείται με αυξανόμενο ενθουσιασμό από τα δυτικά κράτη, και οδηγεί στην ίδια ακριβώς αρτηριοσκληρωτική κοινωνία, στο ίδιο πνίξιμο των –ενίοτε τόσο παραγωγικών- αιρετικών ιδεών, με άλλα λόγια στην ίδια παραγωγή συλλογικής ηλιθιότητας που τάχα θα έπρεπε να προβληματίζει το Πεκίνο.
[10] Το «μεγάλο ρίσκο» που πήρε η Κίνα στο Χονγκ Κόνγκ αφήνεται ανεξήγητο από τον σοφό αναλυτή -κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Κατά τη γνώμη μας «το ρίσκο» είναι ότι ότι το Χονγκ Κονγκ αποτελούσε και αποτελεί τον κατ’ εξοχήν κόμβο διακίνησης των κινεζικών εμπορευμάτων στον υπόλοιπο πλανήτη. Ήταν και είναι ο σύνδεσμος της αχανούς κινεζικής βιομηχανίας με την παγκόσμια αγορά. Aυτός ο σύνδεσμος βρισκόταν υπό Βρετανική κυριαρχία μέχρι το 1997. Το 1997, προφανώς έπειτα από διεθνείς ρητές ή άρρητες συμφωνίες, το Χονγκ Κονγκ πέρασε υπό κινεζική κυριαρχία, όμως υπό ένα καθεστώς αυτονομίας. Το όλο πράγμα είναι γνωστό ως «μία χώρα [ενν. Η Κίνα] δύο συστήματα». Το «ρίσκο» είναι ότι, από την κήρυξη του «εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου του προέδρου Τραμπ» (2017 μας λέει ο σοφός) και μετά, το Πεκίνο προσπαθεί να αναλάβει τον πολιτικό έλεγχο του Χονγκ Κονγκ, αδιαφορώντας για τις ρητές ή άρρητες συμφωνίες του παρελθόντος. Τα αποτελέσματα (η εξέγερση των «ελεύθερων πολιτών» του Χονγκ Κονγκ και οι απειλές επέμβασης του κινεζικού στρατού) βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά το πράγμα δεν πάει καλά για τον «ελεύθερο κόσμο».
[11] Εννοείται ότι οι άνθρωποι που διαδίδουν ιδέες σύγκρουσης με την Κίνα δουλεύουν για την αμερικανική βιομηχανία όπλων και διεκδικούν κρατικό χρήμα για λογαριασμό της. Είναι από αυτόν τον δρόμο που οι «προτεραιότητες του αμερικανικού προϋπολογισμού» εισέρχονται στη σοφή ανάλυση.
[12] Εκτός βέβαια και αν τις διώξει το Πεκίνο, ή τις μαζέψει το αμερικανικό κράτος. Το μέλλον ανοίγεται μπρος μας ζοφερό.