Μου την έσπαγαν πάντα τα σούπερ μάρκετ. Όλα μου φαίνονταν τόσο τακτοποιημένα, πληκτικά και ψυχρά· ούτε φωνές για το “φρέσκο πράγμα”, ούτε νερά να στάζουν από τους πάγκους με τα ψάρια, ούτε καντίνα με σουβλάκια. Εννοείται πως πήγαινα προετοιμασμένος, ξέροντας τι ακριβώς θα πάρω για να κάτσω όσο το δυνατόν λιγότερο εκεί μέσα. Και φυσικά, πάντα σε άκυρες ώρες, ποτέ στα στημένα ραντεβού: Παρασκευή απόγευμα, Σάββατο πρωί, παραμονές Χριστουγέννων ούτε απ’ έξω δεν πέρναγα. Τώρα, βέβαια, τα δεδομένα έχουν αλλάξει και το να πας στο σούπερ μάρκετ συνιστά πλέον μια καινούρια εμπειρία. Να έχεις μαζί σου ταυτότητα και τη βεβαίωση κυκλοφορίας, αν ξεχάσεις να πάρεις κάτι την πρώτη φορά και χρειαστεί να πας και δεύτερη να έχεις δυο τρία έτοιμα σενάρια στο μυαλό σου σε περίπτωση που σε σταματήσει ο χωροφύλακας και σου πει “πού πας πάλι, Γιωργάκη;”, να μην έχεις πιει πολύ καφέ πριν γιατί θα πρέπει να σταθείς στην ουρά κάνα μισάωρο και μπορεί να σε πιάσει κατούρημα. Αν, όμως, δεν σε πιάσει κατούρημα; Τότε, έχεις ένα μισάωρο να σκεφτείς “τι σκατά γίνεται” κι όταν με το καλό γυρίσεις στο σπίτι θα έχεις υλικό για να γεμίσεις δυο-τρεις σελίδες του ημερολογίου σου…
Σελίδα 1η: Πώς πέρασε μια δεκαετία, ούτε που το κατάλαβα
Όταν το 2008 έσκασε η φούσκα της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers και μπήκαμε κι επίσημα στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, από παντού άκουγες για «ανάλγητους τραπεζίτες, golden boys με τεράστιους μισθούς, ενυπόθηκα δάνεια» και νούμερα, πολλά νούμερα. Όλα αυτά, βέβαια, γίνονταν πολύ μακριά και δεύτερον εμείς είχαμε «θωρακισμένη οικονομία», όπως μας διαβεβαίωνε ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Δυο χρόνια μετά, το 2010, ο πρωθυπουργός είχε αλλάξει, είχαμε πλέον τον Γιώργο Παπανδρέου και η ελληνική οικονομία ήταν με το ένα πόδι στον τάφο. Ακολούθησαν οι περίφημες ανακοινώσεις από το Καστελόριζο κι άρχισαν τα όργανα με το ΔΝΤ, τα μνημόνια, την τρόικα και τα συναφή. Από τότε και μέχρι σήμερα η κυρίαρχη αφήγηση για την κρίση ήταν ότι έφταιγαν οι τραπεζίτες που ήθελαν να μας πάρουν τα πάντα (τα σπίτια, τις αποταμιεύσεις), τα λαμόγια οι πολιτικοί, οι χαραμοφάηδες του δημοσίου που τσέπωναν κρατικό χρήμα χωρίς να δουλεύουν και φυσικά η Μέρκελ κι ο Σόιμπλε. Και δώστου αριστεροδεξιές μούντζες στη Βουλή.
Το ελληνικό κράτος παρουσιαζόταν ως αδύναμο, ηττημένο από γίγαντες όπως η Γερμανία, άρα και πλήρως εξαρτημένο από τις βουλές των ξένων. Κι έτσι όταν το 2012 μας ανακοίνωσε ότι θα μας κόψει τους μισθούς κατά 25%, εμείς τρέλα στο φουλ: «κοίτα να δεις τι μας κάνουν οι Γερμανοί!», «ο Σώρρας θα αποπληρώσει το δημόσιο χρέος με τα δισεκατομμύριά του», «θα πάμε στα χωριά μας να φυτεύουμε ντομάτες», «πρέπει να έρθει ένας σοβαρός ηγέτης να βάλει τα πράγματα στη θέση τους». Όλη αυτή τη δεκαετία, στον αέρα υπήρχε ένα διάχυτο «το κράτος κατέρρευσε» (ή καταρρέει ή θα καταρρεύσει τέλος πάντων) που ενοποιούσε τη γκρίνια είτε προερχόταν από τα δεξιά είτε από τα αριστερά: τι θα γίνει με τα σπίτια του λαού που θέλει να τα φάει ο αχόρταγος ο τραπεζίτης, τι θα γίνει με τα παιδιά του λαού που έχουν τόσα πτυχία τα καημένα και δεν μπορούν να βρουν δουλειά της προκοπής, τι θα γίνει με τις πετσοκομμένες συντάξεις που δεν φτάνουν ούτε για ζήτω, τι θα γίνει με τους μετανάστες «που δεν χωράνε», τι θα γίνει με τους Τούρκους «που θέλουν να μας φάνε». Νεοδημοκράτες και συριζαίοι έλεγαν τα ίδια, καταλήγοντας και οι μεν και οι δε στο ότι «εμείς κυβερνάμε καλύτερα».
Σελίδα 2η: Μέχρι την Τρίτη ήξερα ότι δουλεύω για 600 ευρώ τον μήνα. Τι έγινε την Τετάρτη;
Όμως, την τελευταία βδομάδα η γκρίνια έχει κοπάσει. Έχει έρθει η επιβολή του κράτους κι έχει καλύψει τα πάντα. Μέσα σε ένα βράδυ, περίπου ένα εκατομμύριο έμειναν άνεργοι γιατί έκλεισαν -με κρατική εντολή- τα μαγαζιά κι οι εταιρείες όπου δούλευαν. Με κρατική εντολή, όσοι έχουν σύμβαση θα πάρουν επίδομα 800 ευρώ για να περάσουν Μάρτη-Απρίλη και μετά «βλέπουμε». Φυσικά, όσοι δούλευαν μαύρα δεν θα πάρουν ούτε αυτά.
Το οικονομικό επιτελείο αποφάσισε, λοιπόν, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε και με 400 ευρώ· με λιγότερα κι απ’ τον ήδη εξαιρετικά χαμηλό κατώτατο μισθό. Οπότε, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι όσοι υπάλληλοι επιστρέψουν κάποια στιγμή στη δουλειά τους, σίγουρα δεν θα επιστρέψουν στις ίδιες συνθήκες. Και πώς αλλιώς; Τα αφεντικά μας περνάνε δύσκολα, άλλωστε… Για όσο διάστημα οι επιχειρήσεις τους θα είναι κλειστές, δεν θα έχουν κέρδη κι όταν ξανανοίξουν θα χρειαστούν κάποιο (απροσδιόριστο) διάστημα μέχρι να ανασυγκροτηθούν. Οπότε ας τους πάρουμε αγκαλιά κι ας δείξουμε κατανόηση.
Να το διευκρινίσουμε, όμως: δεν είναι ένα, δύο ή εκατό αφεντικά που την έχουν δει “κάνω ό,τι γουστάρω”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το ίδιο το κράτος που επιβάλλει αποφάσεις μεγακλίμακας· και χωρίς συνδικαλιστικές κλάψες από τη ΓΣΕΕ, χωρίς πορείες-λιτανείες για τα εργασιακά δικαιώματα, χωρίς «απεργίες διαρκείας». Και φυσικά, μέσα σε αυτό το ίδιο βράδυ μάς ενημέρωσαν οι κρατικοί υπάλληλοι που έχουν αναλάβει τελευταία την «τηλε-εκπαίδευσή» μας ότι απαγορεύονται οι συναθροίσεις άνω των 10 ατόμων, καθώς και οι «άσκοπες μετακινήσεις». Σαν να λέμε, και δεν ξέρουμε με τι λεφτά θα βγάλουμε τους επόμενους μήνες και είμαστε πλέον κι επίσημα αρμοδιότητα της ελληνικής αστυνομίας.
Σελίδα 3η: Ρε, τι γίνεται στα σούπερ μάρκετ; Και δεν εννοώ με το κωλόχαρτο.
Αυτά, βέβαια, για όσους βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Γιατί μέσα σε ένα βράδυ, χιλιάδες άλλοι που δουλεύουν σε σούπερ μάρκετ ή ντελίβερι σε φαγάδικα, για παράδειγμα, έμαθαν ότι θα δουλεύουν εφταήμερα, χωρίς προκαθορισμένα ωράρια και «για όσο χρειαστεί». Χωρίς να τους ρωτήσει κανείς. Δηλαδή καταναγκαστική εργασία.
Τη στιγμή ακριβώς που όλα μοιάζουν να έχουν νεκρώσει και να έχει πέσει η νύχτα στο Παλέρμο, έχει σημασία να κοιτάξει κανείς το πώς διεξάγεται η εργασιακή διαδικασία σε τομείς όπως τα σούπερ μάρκετ. Να κοιτάξει, δηλαδή, πώς μια αφόρητη (για όποιον δουλεύει εκεί μέσα) κατάσταση μπορεί να αποβεί παραγωγική για τα αφεντικά και το κράτος.
Κι όταν λέμε «παραγωγική» δεν εννοούμε μόνο το προφανές, ότι δηλαδή αυτές τις μέρες τα κέρδη των ιδιοκτητών σούπερ μάρκετ έχουν εκτοξευθεί σε ασύλληπτα ύψη. Εννοούμε ότι αυτές τις μέρες, και για άγνωστο διάστημα, αυτοί που είχαν προσληφθεί ως εμποροϋπάλληλοι -είχαν συμφωνήσει δηλαδή να πουλάνε την εργατική τους δύναμη για συγκεκριμένες δραστηριότητες (να γεμίζουν ράφια, να κουβαλάνε γάλατα, να κόβουν τυριά, να κάνουν ταμείο, να καθαρίζουν και πάει λέγοντας)- είναι πλέον υποχρεωμένοι να κάνουν και μια σειρά από άλλα -μη συμφωνημένα- πράγματα. Όπως να αυτοεπιτηρούνται όλο και περισσότερο, αλλά και να μεταδίδουν άνωθεν εντολές στους πελάτες.
Από τη μία δηλαδή, κάνεις τις δουλειές που έκανες και πριν και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ένταση γιατί έχει αυξηθεί η κίνηση, και από την άλλη πρέπει να φοράς και μάσκα και γάντια, να ελέγχεις αν ο πελάτης πήρε την κάρτα εισόδου, αν στέκεται σε απόσταση 1,5 μέτρου, αν πήρε τον επιτρεπόμενο αριθμό αντισηπτικών και τελειωμό δεν έχει. Με άλλα λόγια, μέσα σε ένα βράδυ τα αφεντικά των σούπερ μάρκετ (κι όχι μόνο αυτοί) μπόρεσαν, με κρατική εντολή, να επιβάλλουν νέα καθήκοντα και μια πρωτόγνωρη εργασιακή πειθαρχία· ταυτόχρονα και σε χιλιάδες κόσμο.
Η επιβολή αυτού του είδους της στρατιωτικοποιημένης εργασίας, γιατί περί αυτού πρόκειται, σε τομείς της οικονομίας που δεν συνηθιζόταν μέχρι πρότινος δεν μπορεί παρά να επηρεάσει ευρύτερα τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε σε αυτή τη χώρα. Και μάλλον είναι πολύ νωρίς έστω και για να φανταστούμε το πόσο πολύ και πώς ακριβώς θα τον επηρεάσει