Σε λίγο καιρό, οι εκδόσεις Antifa Scripta θα προχωρήσουν σε μία ακόμα έκδοση. Μεταφράσαμε και θα εκδώσουμε στα ελληνικά το βιβλίο των Karl Heinz Roth και Götz Aly με τίτλο Η Ασταμάτητη Καταγραφή: Καταμέτρηση, Ταυτοποίηση και Έλεγχος στο Τρίτο Ράιχ. Το βιβλίο καταπιάνεται με τις μεθόδους καταγραφής και συλλογής στοιχείων του γερμανικού κράτους από την άνοδο του ναζιστικού καθεστώτος κι έπειτα, και με το πώς αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης στο εσωτερικό και για την επίτευξη των πολεμικών στόχων και των ναζιστικών φρικαλεοτήτων.
Αποφασίσαμε να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε το εν λόγω βιβλίο πριν από περίπου ένα χρόνο, εν μέσω των πρωτοφανών απαγορεύσεων που είχαν επιβληθεί (και που συνεχίζουν να υφίστανται) στις ζωές μας. Τότε μας είχε φανεί πως το βιβλίο αντηχούσε με εντυπωσιακούς τρόπους στα τρελά που είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε.
Το πρώτο πράγμα που μας έκανε κλικ ήταν η περιγραφή των «ειδικών» του ναζιστικού καθεστώτος και της εξουσίας που απέκτησαν. Οι πάσης φύσεως ειδικοί που άρχισαν να λένε τα διάφορα ωραία για την «άρια φυλή» και συνεισέφεραν στη χάραξη των κρατικών πολιτικών, είτε στα σοβαρά μελετώντας τις ανάγκες του γερμανικού κράτους και χαράζοντας τις αντίστοιχες πολιτικές είτε στην τρέλα δικαιολογώντας επιστημονικά αυτές τις πολιτικές ως «αναγκαίες για το κοινό καλό». Οι ειδικοί του γερμανικού κράτους δεν ήταν σατανικοί ναζιστές με σβάστικες. Αντίθετα ήταν νέοι ορθολογικοί επιστήμονες και τεχνοκράτες. Το βιβλίο αναφέρεται σχεδόν σε κάθε κεφάλαιό του σ’ αυτούς τους ειδικούς:
Καθώς τελείωνε ο Ιανουάριος του 1933, η πλειοψηφία των στατιστικολόγων στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε καταλάβει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η μεγάλη στιγμή τους είχε καταφτάσει. Δε μπορούσαν πλέον να δουλεύουν πίσω απ’ τη σκηνή ως κοινωνικοί μηχανικοί των υφιστάμενων πολιτικών δυνάμεων. Ένιωθαν την ανάγκη να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. […] Αν πιστέψουμε τους στατιστικολόγους, ο Εθνικοσοσιαλισμός ήταν στον πυρήνα του μια στατιστική επιστήμη και ένα μοντέλο κοινωνικής μηχανικής.
[…]
Η πλειοψηφία αυτών των κοινωνικών επιστημόνων κατείχαν διδακτορικά και όλοι τους ήταν μεταξύ 30 και 40 χρονών. Ποτέ άλλοτε η διοικητική ελίτ της Γερμανίας δεν είχε υπάρξει τόσο νεανική και ταυτόχρονα τόσο οξυδερκής.
Η επιστημονική ορολογία που χρησιμοποιούσαν οι φυλετικοί υγιεινιστές ήταν γενικώς αποδεκτή και ο μόνος λόγος που απέκτησε αρνητική χροιά ήταν τα εγκλήματα των ναζί. Αλλά όλοι αυτοί οι όροι μπορούν εύκολα και γρήγορα να αντικατασταθούν από καινούριους, προερχόμενους από τις κοινωνικές επιστήμες και την βιολογία, προκειμένου νέοι «ξένοι πληθυσμοί» να τεθούν στο στόχαστρο.[1] Όλα τα αποσπάσματα που δεν αναφέρουν άλλη πηγή προέρχονται από το υπό έκδοση «Η Ασταμάτητη Καταγραφή»
Η χρησιμότητα της ασταμάτητης καταγραφής στοιχείων περιγράφεται διεξοδικά ως μέθοδος άσκησης κρατικής πολιτικής αλλά και ως μέθοδος πειθάρχησης στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας. Γιατί οι «ξένοι πληθυσμοί που τίθονταν στο στόχαστρο» είχαν κατασκευαστεί ως τέτοιοι από τους ίδιους αυτούς ειδικούς. Οι συγγραφείς αναφέρονται εκτενώς στην κατηγοριοποίηση των πολιτών που επέβαλε το ναζιστικό καθεστώς:
Το Υπουργείο Εσωτερικών του Ράιχ αποφάσισε να προχωρήσει στην καταγραφή ολόκληρου του πληθυσμού του Ράιχ σύμφωνα με το μοντέλο που εφαρμοζόταν στο Αμβούργο. Το μοντέλο αυτό αξιοποιούσε τέσσερις κατηγορίες: (1) οι αντικοινωνικοί, (2) οι ανεκτοί, (3) οι φυσιολογικοί και (4) οι γενετικά ανώτεροι.
Οι συνέπειες για κάθε κατηγορία έγιναν γρήγορα προφανείς: «οι αντικοινωνικοί στερούνται κάθε παροχής». «Οι οικογένειες που ταξινομούνται ως ανεκτές συνεχίζουν να λαμβάνουν επιδόματα τέκνου αλλά αποκλείονται από κάθε άλλη παροχή.» Μόνο «τα άτομα που ανήκουν στους φυσιολογικούς εξακολουθούν να λαμβάνουν όλα τα προνόμια, όπως δάνεια γάμου, εκπαιδευτικά επιδόματα ή τον Σταυρό Τιμής της Γερμανίδας Μητέρας». Εκείνοι που ταξινομούνται ως «ανώτεροι» δεν απολαμβάνουν κάποια επιπλέον ειδική μεταχείριση εκτός από «ορισμένους οι οποίοι θα επιλεγούν μεταξύ του πλήθους των υποψηφίων» .
Το τελευταίο σημείο του βιβλίου που έγινε ξαφνικά εντυπωσιακά πιο επίκαιρο είναι η περιγραφή των γερμανικών απογραφών και της σημασίας τους. Το ναζιστικό καθεστώς πραγματοποίησε κάμποσες απογραφές εντός κι εκτός της επικράτειάς τους και απέδωσε μεγάλη βαρύτητα στα στοιχεία που συνέλεξε, καθώς η δεκαετία του ’30 ήταν η δεκαετία της μεγάλης κρίσης και της προετοιμασίας του πολέμου. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό ποιος θα πάει να πολεμήσει πού, ποιος θα πάει να δουλέψει πού και ποιος θα πάει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μάλιστα οι ίδιες οι ερωτήσεις της απογραφής μαρτυρούσαν τις κρατικές κατευθύνσεις και δημιουργούσαν κοινωνικές κατηγορίες πάνω στις οποίες μπορούσαν να ασκηθούν συγκεκριμένες πολιτικές. Για παράδειγμα, οι άφθονες ερωτήσεις για την καταγωγή και το ποιόν των προγόνων μαρτυρούσαν το ενδιαφέρον του γερμανικού κράτους και χάραζαν καινούργιες κατηγορίες πολιτών (π.χ. «Εβραίος 2ου βαθμού», «αντικοινωνικός κατά το ήμισυ» και πάει λέγοντας), οι οποίες στη συνέχεια δέχτηκαν και την ανάλογη κρατική μεταχείριση.
Δόθηκε μεγάλη σημασία στη συμμετοχή όλων των πολιτών στην απογραφή και στα επιχειρήματα που θα έπειθαν τους «καχύποπτους». Να πώς μιλούσε η εφημερίδα Völkischer Beobachter, επίσημο όργανο του ναζιστικού κόμματος, για το θέμα της απογραφής:
Τον Μάιο της επόμενης χρονιάς θα διεξαχθεί η πιο μεγάλη και πιο εμπεριστατωμένη απογραφή που έχει γίνει ποτέ. Θα είναι πιο μεγάλη και πιο εμπεριστατωμένη απ’ οτιδήποτε έχει δει ποτέ η Γερμανία αλλά και όλος ο υπόλοιπος κόσμος… Η απογραφή του 1938 θα είναι μεγαλύτερου εύρους απ’ τις προηγούμενες, διότι η εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση επιθυμεί να αποκαλύψει τα κοινωνικά θεμέλια του Λαού-Έθνους μας…
Επομένως, είναι καθήκον κάθε συντρόφου της εθνικής μας κοινότητας (Volksgenossen), κάθε καλού Γερμανού, να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις πλήρως και με ειλικρίνεια. Κάθε σύντροφος πρέπει να έχει υπόψιν του το γεγονός ότι έτσι θα δώσει στον Φίρερ και τους συνεργάτες του τη βάση για τις μελλοντικές νομοθεσίες των επόμενων πέντε με δέκα χρόνων.
«Για να διώξουν κάθε πιθανή καχυποψία, οι απογραφείς έπρεπε να διαβεβαιώσουν τους πάντες ότι δε θα ανακατεύονταν σε ζητήματα περιουσιακών στοιχείων και εισοδήματος· έπρεπε επίσης να τους διαβεβαιώσουν όλους ότι οι πληροφορίες που θα τους έδιναν θα ήταν εμπιστευτικές».
Επιστροφή στο παρόν και στα μέρη μας. Δεν ακούγονται κάπως οικεία όλα αυτά;
Τον τελευταίο ένα χρόνο, έχουμε φάει στη μάπα ειδικούς οικονομολόγους, ειδικούς της ενέργειας, ειδικούς περιβαλλοντολόγους, ειδικούς ψηφιακής πολιτικής και φυσικά ειδικούς λοιμωξιολόγους. Η «διοικητική ελίτ» της χώρας είναι «νεανική» και «με διδακτορικά». Χρησιμοποιεί κι αυτή μια «αποδεκτή επιστημονική ορολογία» που δεν έχει «αρνητική χροιά» και δε σηκώνει κριτική.
Αυτοί οι ειδικοί έχουν κατασκευάσει τα τελευταία χρόνια καινούργιες κατηγορίες πολιτών, προνόμια κι αποκλεισμούς με το τσουβάλι. Από την κατασκευή των καπνιστών και των αντικαπνιστών μέχρι την κατασκευή των εμβολιασμένων και μη, ή των κοινωνικά υπεύθυνων και των ανεύθυνων, οι ειδικοί του ελληνικού κράτους παράγουν κατηγορίες πολιτών πάνω στις οποίες μπορούν να ασκηθούν συγκεκριμένες πολιτικές, συγκεκριμένα προνόμια κι αποκλεισμοί. Πλέον, χάρη και σε αυτό το βιβλίο, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτοί οι διαχωρισμοί των πολιτών σε κατηγορίες αποτελούν ταυτόχρονα και μέσο άσκησης εργατικής και οικονομικής πολιτικής.[2]Βλ. και το «Πώς να ελέγξετε τον “πληθυσμό” και την “οικονομία” σας μέσω “μέτρων” (αν τυχαίνει να είστε … Continue reading
Και το ακόμα πιο κραυγαλέο: η συλλογή στοιχείων από μεριάς του κράτους για την πάρτη μας έχει όντως φτάσει σε σημείο «ασταμάτητης καταγραφής», όπως και στη ναζιστική γερμανία. Ο υπουργός ψηφιακής μαλακίας, δηλαδή άλλος ένας «νέος», «τεχνοκράτης», «με διδακτορικό», παλεύει να συλλέξει στοιχεία και να καταγράψει δεκάδες πεδία της καθημερινότητάς μας. Δύο χρόνια τώρα το κράτος συλλέγει στοιχεία για το πόσο βγαίνουμε, πού πάμε, πόσο καταναλώνουμε, πόσο πίνουμε, πόσο πειθαρχημένοι είμαστε, πόση βενζίνη χαλάμε και ποιος ξέρει τι άλλο. Παράλληλα, τα στοιχεία μας εξακριβώνονται κάθε ώρα και στιγμή. Από το πάρκο μέχρι το σχολείο κι από την καφετέρια μέχρι τη δουλειά, μας ζητάνε χαρτιά. Κι όλα αυτά τα στοιχεία τα χρησιμοποιεί για να ασκήσει πολιτική.
Και τέλος, σε μια ακόμα σατανική σύμπτωση, το βιβλίο είναι έτοιμο να εκδοθεί ακριβώς τη στιγμή που το ελληνικό κράτος πραγματοποιεί την απογραφή του. Μια απογραφή στην οποία έχει αποδώσει κι αυτό ιδιαίτερη σημασία, πράγμα λογικό αν σκεφτούμε ότι βρίσκεται σε ένα περιβάλλον κρίσης και διακρατικών ανταγωνισμών, που θυμίζει ανησυχητικά τη δεκαετία του ’30. Μια απογραφή που περιλαμβάνει δεκάδες ερωτήσεις (π.χ. για το πόση και τι είδους ενέργεια καταναλώνουμε) φτιάχνοντας καινούργιες κατηγορίες πολιτών και στρώνοντας το έδαφος για τις μελλοντικές πολιτικές που θα περάσουν από πάνω μας. Και που μάλιστα έχει δώσει ιδιαίτερη δημοσιότητα στους «αρνητές» απογραφής, λες και δεν υπήρχε πάντα κόσμος που δεν ψηνόταν να ασχοληθεί με την κρατική συλλογή στοιχείων είτε από καχυποψία είτε από απλή βαρεμάρα. Να πώς μιλάει ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ για το ζήτημα των «αρνητών απογραφής» στην καλή εφημερίδα Καθημερινή η οποία ουδεμία σχέση έχει με το ναζισμό… σωστά;
Αν έχουμε αυτή την αντιμετώπιση δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να ασκήσουμε ποτέ πολιτικές που να μας αφορούν εμάς τους ίδιους. Όταν είσαι μέλος μιας κοινότητας και αρνείσαι να καταγραφεί η ύπαρξή σου στην απογραφή, στην πραγματικότητα αρνείσαι να γνωρίζει η πολιτεία ότι υπάρχεις και μένεις σε αυτή την χώρα. Αν αποφασίζεις να αρνηθείς να γνωρίζει η πολιτεία ότι υπάρχεις, δεν θα μπορέσουν να ασκηθούν πολιτικές που να σε συμπεριλαμβάνουν» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Θανόπουλος, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται κανένα ζήτημα διαρροής προσωπικών δεδομένων. «Είναι θέμα τιμής το να μην αφήσουμε να διαρρεύσουν δεδομένα και να μην δοθούν σε καμία δημόσια υπηρεσία ή σε ιδιωτική επιχείρηση με την μορφή εξατομικευμένης πληροφορίας[3]«Πρόεδρος ΕΛΣΤΑΤ για αρνητές απογραφής: «Στην πραγματικότητα αρνείσαι να γνωρίζει η Πολιτεία ότι … Continue reading
Δεν ακούγεται κάπως τρομακτική η ομοιότητα με το αντίστοιχο απόσπασμα της εφημερίδας των ναζί; Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι ακριβώς τα ίδια:
- η βάση για τις μελλοντικές νομοθεσίες – να ασκηθούν πολιτικές που θα σε συμπεριλαμβάνουν
- καθήκον κάθε συντρόφου της εθνικής μας κοινότητας – όταν είσαι μέλος μιας κοινότητας
- η καχυποψία – οι αρνητές
- οι πληροφορίες σας είναι εμπιστευτικές – δεν τίθεται ζήτημα διαρροής προσωπικών δεδομένων
Το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε εδώ δεν είναι ότι ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ είναι ναζιστής στην ιδεολογία. Είναι ότι τα καπιταλιστικά κράτη, αντιμέτωπα με παρόμοια προβλήματα, χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους και πρακτικές. Πράγμα που θα έπρεπε να μας ακούγεται πολύ πιο τρομακτικό από ένα ναζιστή στατιστικολόγο.
Για το τέλος, θα θέλαμε να πούμε δυο λόγια για το περιβάλλον στο οποίο γράφτηκε το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν 1983 και το γερμανικό κράτος ετοιμαζόταν να διεξάγει την πρώτη του απογραφή μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια μεγάλη διαμάχη ξέσπασε στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας, στην οποία συμμετείχε από το κίνημα μέχρι το γερμανικό ΣΥΡΙΖΑ και το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας σχετικά με το κατά πόσον η απογραφή είναι δικαίωμα του κράτους ή είναι επιστροφή στο ναζισμό.
Οι μνήμες από τη σημασία της «ασταμάτητης καταγραφής» στοιχείων ήταν ακόμα νωπές και η απογραφή δε γινόταν αντιληπτή ως «απαύγασμα του ορθολογισμού» όπως προσπαθούν να μας πείσουν σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι που μας έλεγαν ότι όποιος βγει απ’ το σαλόνι του και δε φορά δώδεκα μάσκες είναι «ανορθολογικός». Τελικά, η απογραφή ακυρώθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας ως αντισυνταγματική και έγινε τέσσερα χρόνια αργότερα σε περιβάλλον διαδηλώσεων, μποϊκοτάζ και σφοδρής κριτικής. Τόσο που η επόμενη απογραφή του γερμανικού κράτους έγινε το 2011, δηλαδή εικοσιπέντε χρόνια αργότερα.
Από τη δεκαετία του ’80 είχε πια κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Το κίνημα είχε επιστρέψει στο σπίτι του ή είχε μπει στο γερμανικό ΣΥΡΙΖΑ, οι συνταγματολόγοι άρχισαν να μην είναι τόσο ευαίσθητοι στα ζητήματα αντισυνταγματικότητας (όπως έχουμε καταλάβει καλά τελευταία που επιχειρηματολογούν για το πόσο συνταγματικό και νόμιμο είναι να μας κάνει το κράτος ό,τι θέλει) και οι δυτικές κοινωνίες είχαν σακατευτεί διανοητικά.
Πλέον μια συζήτηση για το «τι επιτρέπεται να ξέρει το κράτος για τους πολίτες του» φαντάζει αδιανόητη. Πλέον η καχυποψία προς το κράτος και την ασταμάτητη καταγραφή των στοιχείων των πολιτών του χαρακτηρίζεται «ανορθολογική».
Ξεκινήσαμε να ετοιμάζουμε αυτή την έκδοση δίχως να αντιλαμβανόμαστε μεγάλο μέρος της σημασίας της, δίχως να γνωρίζουμε το πόσο επίκαιρη θα γινόταν, δίχως να θυμόμαστε καν ότι φέτος θα διεξαχθεί απογραφή. Και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι δε χαιρόμαστε που νιώθουμε όλο και περισσότερο στο πετσί μας πολιτικές που περιγράφονται μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Ελπίζουμε τουλάχιστον αυτή η έκδοση να συμβάλλει στην αναζωογόνηση της ταξικής καχυποψίας μας απέναντι στις κρατικές πολιτικές. Και τελικά στην αναζωογόνηση της ταξικής συνείδησης.
Οι διάτρητες κάρτες που χρησιμοποιούνταν για την απογραφή στο ναζιστικό καθεστώς παρουσιάζουν την απογραφή ως μια «φωτεινή εικόνα» της πόλης και του εργοστασίου προς κρατική χρήση. Από αφίσα του 1934.
↑1 | Όλα τα αποσπάσματα που δεν αναφέρουν άλλη πηγή προέρχονται από το υπό έκδοση «Η Ασταμάτητη Καταγραφή» |
---|---|
↑2 | Βλ. και το «Πώς να ελέγξετε τον “πληθυσμό” και την “οικονομία” σας μέσω “μέτρων” (αν τυχαίνει να είστε κράτος)», autonomeantifa.gr |
↑3 | «Πρόεδρος ΕΛΣΤΑΤ για αρνητές απογραφής: «Στην πραγματικότητα αρνείσαι να γνωρίζει η Πολιτεία ότι υπάρχεις»», Η Καθημερινή, 16/11/2021. |