Οι αφισοκολλήσεις έχουν ολοκληρωθεί. Τα μοιράσματα έχουν πάει φωτιά. «Θα ‘ρθω» ο ένας. «Θα χώσω» η άλλη. «Θα παίξω μπάσκετ» ο τρίτος. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι να αρχίσει να έρχεται κόσμος έπαιζε λίγο άγχος. Από τη μία ότι δεν είχαμε ξανακάνει κάτι δημόσιο, από την άλλη η ζέστη, και στο βάθος ο Νίκος Χαρδαλιάς.
Που την προηγούμενη μέρα είχε ανακοινώσει ότι πλέον πολίτες δεύτερης κατηγορίας δεν θα είναι μόνο οι μετανάστες, αλλά και μεγάλη μερίδα των ντόπιων. Ότι πλέον θα ζούμε σε ένα καθεστώς απαρτχάιντ. Ότι διάφοροι δε θα μπορούν να φύγουν απ’ την Αθήνα ή να πάνε για καφέ και ποιος ξέρει τι άλλο στο μέλλον και με ποια άλλη αφορμή· γιατί μη γελιέστε, το ζήτημα δεν είναι το εμβόλιο, αύριο θα εμφανιστούν κι άλλοι τρόποι διαχωρισμού και υποτίμησης για τους «αντικοινωνικούς», όπως είχαν βρεθεί και σε άλλες σκοτεινές στιγμές της ιστορίας.
Αλλά προς το παρόν εμείς είχαμε μείνει στον Πειραιά. Στο μπασκετάκι του Διογένη. Πάνω στο κύμα, στη μονή, αυτοσχέδια μπασκέτα. Όπου αν αστοχήσεις γάμα τα, η μπάλα θα κάνει βουτιά. Στο Διογένη, μία απ’ τις πολλές καβάτζες που κρύβει η ακτογραμμή του Πειραιά. Ένα απ’ τα σημεία όπου περάσαμε κι εμείς και πολύ κόσμος ακόμα τους δύσκολους μήνες των απαγορεύσεων. Τόσο που ο δήμαρχος αποφάσισε να κλείσει την είσοδο για τα αμάξια και σκέφτεται να βάλει σεκιουριτάδες στο σημείο. Τέλος πάντων.
Εμείς λοιπόν περιμέναμε να δούμε αν θα έρθει κάνας άνθρωπος. Και όπως συζητούσαμε τα «νέα μέτρα», γελάγαμε μες στη μαυρίλα μας, κι αναρωτιόμασταν μπας και χοντρύνει το πράγμα γρηγορότερα απ’ όσο περιμένουμε και γίνει η παραλία της Φρεαττύδας ό,τι πιο κοντινό θα δούμε σε θάλασσα φέτος.
Και τελικά ο κόσμος ήρθε. Φίλες και φίλοι από όλα τα σχολεία του Πειραιά, τσακάλια από Πασαλιμάνι, Πηγάδα, Πειραϊκή, Καλλίπολη, Καστέλλα, Μανιάτικα και κάθε άλλη γωνιά αυτής της πόλης. Γνωστοί και άγνωστες. Τα ηχεία άρχισαν να βαράνε. Τα σουτάκια στην αρχή έβρισκαν σίδερο, αλλά μετά άρχισαν να χλατσώνουν. Τα αυτοκόλλητα άρχισαν να γεμίζουν τις ταμπέλες και τα έντυπα τις τσέπες. Η ζέστη έπεσε με το αεράκι. Οι τοίχοι γέμισαν με τα πανό, τις σημαίες και τα γκραφίτι μας. Η θάλασσα έφτιαχνε το φόντο. Και το μικρόφωνο άρχισε να αλλάζει χέρια και να φτύνει ρίμες.
Με άλλα λόγια, ήταν μια γιορτή. Μια γιορτή μέσα στο φασισμό, την τρέλα και την κρατική βία των καιρών. Φυσικά δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το ελληνικό κράτος ανακοίνωνε ότι θα επιβάλλει απαρτχάιντ και θα μας πάρει όλους ο διάολος, κι εμείς παίζαμε μπάσκετ και ακούγαμε ραπ. Δεν το λες και σπουδαίο ανάχωμα. Από την άλλη, δεν το λες κι αμελητέο.
Την ώρα που ακούγαμε τα δικά μας παιδιά να χώνουν, θυμηθήκαμε το κόμικ Ασφαλής Περιοχή Γκοράζντε. Εκεί, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Γκοράζντε, οι κάτοικοι της πόλης ήταν αναγκασμένοι να συνεχίζουν κανονικά τις ζωές τους. Οι μουσικές, οι γιορτές, οι έρωτες, τα παιχνίδια, όλα έβρισκαν τρόπους να συνεχίζονται μέσα στο χαμό του πολέμου και δε γινόταν κι αλλιώς.
Οπότε κι εμείς με τη σειρά μας, κάναμε μια γιορτή. Μια γιορτή που έμοιαζε να συμβαίνει «λίγο πριν την καταστροφή». Μια γιορτή που μας έφερνε κοντά. Που μας έβαλε να υποσχεθούμε πως θα ξαναβρεθούμε. Που μας έκανε ακόμα πιο σαφές πώς ο μόνος τρόπος να την παλέψουμε στα ζόρια που έρχονται είναι να την παλέψουμε παρέα.
Για επικοινωνία, στείλτε μέηλ στο [email protected]