Αυτό το… post ξεκίνησε σαν αιτιολόγηση των δεινών μας, καταλήγει όμως σαν απολογισμός των τελευταίων τριάντα χρόνων. Όντως δηλαδή, τι να σου κάνει ένα post! Παρόλ’ αυτά, χρησιμοποιούμε την ευκαιρία για να υπενθυμίσουμε και κάτι δικές μας παλιές ιδέες, όπως ετούτη εδώ η αφίσα. Κολλήθηκε το 2015, αμέσως μετά την άνοδο του Σύριζα στην εξουσία. Οπότε αν η αφίσα για τους μαραθώνιους ξένισε κάποιους, φαντάζεστε τι είχε γίνει με ετούτη εδώ.[1] Ε, τελικά αυτή η αφίσα μας βρήκε τον υπότιτλο που ψάχναμε για την τελευταία συνέχεια της σειράς «Καλές Ιδέες των Αφνετικών»:
Ιδέα Τέταρτη:
Ας συστρατευθούμε!
Η παραγωγή συναισθημάτων του είδους που θα ταιριάζει στα ορυχεία πτωμάτων του μέλλοντος
Διάφορα χαρακτηριστικά του «ιού» και των πιστών του, είναι τόσο ποτισμένα στο άρωμα του ευτράπελου που τείνουν να περνούν απαρατήρητα. Ας πούμε ο συνδυασμός κτηνώδους υποκρισίας και παρανοϊκού ατομικίστικου τρόμου, που τόσο καλά εκφράζεται στα βουβά μέσω της ιατρικής μάσκας, γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρων όταν αποφασίζει να διατυπωθεί με λόγια. Τότε μαθαίνουμε ότι όλοι οι γριποτρελαμμένοι, δίχως εξαίρεση, στην πραγματικότητα δεν νοιάζονται για την μονάκριβη παρτάρα τους, αλλά «για κάποιον δικό τους» – κάποια καλή γιαγιάκα που θα πεθάνει από τον ιό αν δεν… πολλά «αν δεν», που συνοψίζονται στο εξής ένα, όλο και πιεστικότερο: αν δεν γίνουμε όλοι σαν τα μούτρα τους.
Στο βάθος αυτής της καταφανούς και βαθύτατης υποκρισίας, για την οποία βεβαίως κανείς δεν πρέπει να μιλά, βρίσκουμε κάτι ακόμη βαθύτερο. Μια αντίληψη που είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά των μικροαστών, είναι κάπως σαν η υπερδύναμη που τους κάνει να τα βγάζουν ψυχολογικά και υλικά πέρα σε στιγμές σαν και ετούτες εδώ. Λέμε για την αντίληψη σύμφωνα με την οποία όλα, μα όλα τα προβλήματα και τα πάθη, είναι ατομικά προβλήματα και πάθη που επιδέχονται αποκλειστικά ατομικές λύσεις. Κι αν αυτή η αντιληψη φαίνεται μυωπική έως τύφλας, μη στεναχωριέστε: το αναγκαίο και άρρητο έτερόν της ήμισυ είναι μια καθολική αντίληψη για την ιστορία και την κοινωνία. Δηλαδή: κάθε «πρόβλημα» που αντιμετωπίζει ο μικροαστός είναι ατομικό, συνεπώς άσχετο με την ευρύτερη ιστορική και κοινωνική συγκυρία.
Θα μας το μάθαινε και αυτό η εποχή, αν δεν το ξέραμε ήδη καλύτερα από όσο θα θέλαμε: οι ιδεολογίες απορρέουν από την ταξική θέση, όχι από την… «πολιτική στράτευση». Και οι ιδεολογίες του μικροαστού είναι όσο φρικτές αναμένεται. Και πάλι όμως, δεν θα πρέπει να αφήσουμε τον μικροαστικό ατομικισμό να μας αποπροσανατολίσει, να μας κάνει να νομίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με τίποτα ατομικές ιδέες. Όχι καλές μας συντρόφισες: Η ιδεολογία των μικροαστών είναι ταξική – εκφράζει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης τάξης με περιπλοκότητα που προσεγγίζει το θαύμα.
Δηλαδή: όντως, κάθε μικροαστός από τη μοναξιά του, απαιτεί από τους άλλους να κάτσουν σπίτι, τάχα για να μην πεθάνει η γιαγιά του, ενώ στην πραγματικότητα σκέφτεται, όχι μόνο πώς ο ίδιος θα τη βγάλει καθαρή, αλλά και πώς θα γίνει ταυτόχρονα να κληρονομήσει και τη γιαγιά του. Την ίδια στιγμή όμως, οι μκροαστοί που θέλουν να κάτσουμε σπίτι εκφράζουν μια ξεκάθαρη ταξική προσταγή – προσταγή που αφορά το σύνολο της κοινωνίας.[2]
Επειδή μπορεί να λέτε πάλι ότι αυτά είναι μαλακίες των αυτόνομων, όπως τότε με τους μαραθώνιους, θα επιστρατεύσουμε τους αρμόδιους, δηλαδή τους καλούς συντάκτες της Καθημερινής. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι, που αναμφίβολα εσχάτως περνούν από εντατικά σεμινάρια εξ αποστάσεως, ανησυχούν σφοδρά για το «quarantine shaming», την τάση δηλαδή των μικροαστών να βρίζουν τζάμπα στο ίντερνετ όποιον τολμά να βγει από το σπίτι του. Η Ξένια Κουναλάκη, για παράδειγμα, φρόντισε να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες της ότι αυτοί που τώρα βγαίνουν έξω, είναι στην πραγματικότητα «αυτοί που υπό κανονικές συνθήκες έτρεχαν με μανία[3] και πλημμύριζαν το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος». Δυστυχώς όμως, πως τα φερε η μοίρα, και οι ίδιοι μαλάκες, τώρα «είναι εγκλωβισμένοι στους τέσσερις τοίχους ενός μικροσκοπικού, ανήλιαγου διαμερίσματος».
Και αφού έχει έτσι έντεχνα χρησιμοποιήσει τον συνδυασμό ανήλιαγου διαμερίσματος και ιδρύματος Νιάρχου για να ζαβλακώσει τον γριποτρελαμμένο μικροαστό αναγνώστη, η καλή ρεπόρτερ γνώμης περνά στο προκείμενο, δηλαδή σε μια σπάνια παραδοχή ότι στην Ελλάδα, τελικά, πώς να σας το πω, εεε… υπάρχει κάτι σαν κοινωνικές τάξεις:
Οι οικονομικά ασθενέστεροι, που πιθανότατα θα χάσουν τις δουλειές τους τους επόμενους μήνες, αλλά και οι άστεγοι, είναι εκείνοι που συχνά καταφεύγουν στα πάρκα και τις θάλασσες. (…) η χλεύη μόνο τον δικό μας ναρκισσισμό υπηρετεί. (…) Περιττές είναι οι τοξικές νουθεσίες, διανθισμένες με ύβρεις.[4]
Τι τρελοί οι καιροί μας! Καιροί που το σκληρά ταξικό «εμείς και αυτοί» έχει αρχίσει να βρωμίζει τη σελίδα με τις «γνώμες των συντακτών» της καλής Καθημερινής.[5] Ακόμη χειρότερα, οι καλοί ρεπόρτερ της Καθημερινής έρχονται σε αυτή τη δυσάρεστη θέση γιατί αναγνωρίζουν το «μένουμε σπίτι» ως ξεκάθαρη ταξική προσταγή, όπως αναγνωρίζουν το «quarantine shaming» ως έκφραση του αγνότερου ταξικού μίσους.
Ετούτο το «μίσος ταξικό» δεν είναι σαν κι αυτό που γράφαμε παλιά εμείς οι αφελείς στους τοίχους. Ετούτο εδώ το μίσος έχει την αντίστροφη φορά: απευθύνεται από τους μικροαστούς και τη μεσαία τάξη προς την εργατική τάξη. Πρόκειται μάλιστα για την πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά το 1980 που αυτό το ταξικό μίσος τολμά να εκφραστεί δίχως τα φτιασίδια της φυλής και του έθνους, δίχως «μετανάστες» κι «Αλβανούς». Είναι ένα απλό «εμείς και αυτοί», αγνό ταξικό μίσος που για πρώτη φορά δημοσίως στοχοποιεί και Έλληνες του είδους με την μπλε ταυτότητα.
Όπως φαίνεται από τα λεγόμενα των υπαλλήλων τους, οι ιθύνοντες της ναυαρχίδας της αστικής τάξης κρίνουν πως αυτού του είδους η ξεκάθαρη έκφραση του ταξικού μίσους των μικροαστών είναι κάπως… πρόωρη. Ίσως να φοβούνται ότι κάπου κάτω από το ραντάρ τους, ας πούμε «στα ανήλιαγα διαμερίσματα», το αντίστροφης φοράς μίσος επίσης συσσωρεύεται. Φοβούνται δηλαδή ότι κάτι τέτοια «θέτουν σε κίνδυνο την εθνική συνοχή» και πάει λέγοντας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ας μην πιστέψει κανείς ότι η συστολή τους είναι ειλικρινής. Στην πραγματικότητα, η διαχείριση του ταξικού μίσους βρίσκεται εξαρχής στον πυρήνα της διαχείρισης της γρίπης και μαζί των γριποτρελαμένων.
Δείτε για παράδειγμα τη ρητορική που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός μας στο πολεμικό του διάγγελμα: «Θα πρέπει όλοι να δείξουμε πειθαρχία. Όσοι φέρονται αντικοινωνικά θα τιμωρούνται παραδειγματικά».[6] Κι όπως είδαμε, δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες ημέρες προτού οι καλοί ρεπόρτερ της Καθημερινής να μας υπενθυμίσουν πόσο ταξικά προσδιορισμένοι ήταν τελικά, τόσο αυτοί που «φέρονται αντικοινωνικά» όσο και αυτοί που θέλουν να τους επιβάλουν την πειθαρχία. Και μαζί πόσο ταξικά προσδιορισμένες είναι τελικά αυτές οι «καθημερινές συμπεριφορές» που στα πλαίσια της γριπορητορικής ονομάστηκαν «αντικοινωνικές».
Ονομάστηκαν αντικοινωνικές γιατί δεν θα μπορούσαν να ονομαστούν κατευθείαν «εγκληματικές». Η εννόηση της εργατικής τάξης ως κάποιου είδους «έγκλημα», είναι βέβαια αναγκαία την ώρα που σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης πάνε για πέταμα, ταυτόχρονα όμως πρέπει και να κρατιούνται και τα προσχήματα. Το πόσο σημαντικό είναι να κρατιούνται τα προσχήματα σε τέτοιες περιστάσεις, μας το μαθαίνουν οι μεγάλοι παλαιοί, όπως ο γνωστός και κακότροπος Sergio Bologna.
Αυτός που λέτε, πήγε και ανακάλυψε την λέξη «αντικοινωνικός» σε μια προηγούμενη στιγμή όπου ο ταξικός ρατσισμός των μικροαστών αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμος, δηλαδή στη ναζιστική Γερμανία. Όντως, τμήματα της γερμανικής εργατικής τάξης της δεκαετίας του ‘30 χαρακτηρίστηκαν «αντικοινωνικοί» επειδή
είχαν μείνει άνεργοι για πολύ καιρό, επειδή είχαν διαπράξει μικροεγκλήματα, επειδή είχαν μπλεχτεί με την πορνεία, επειδή διέθεταν σοβαρή αναπηρία, επειδή υπέφεραν από ασθένειες που θεωρούνταν κληρονομικές, επειδή ο σεξουαλικός τους βίος ήταν ασυνήθιστος, επειδή είχαν κατ’ εξακολούθηση επιδείξει αγωνιστική συμπεριφορά είτε στον εργασιακό τους χώρο είτε απέναντι σε εκπροσώπους του κράτους (αυτό αφορά την πλειοψηφία των φιλοκομμουνιστών), επειδή άλλαζαν υπερβολικά συχνά τόπο κατοικίας ή απλά επειδή τους είχαν πιάσει πάρα πολλές φορές να επιβαίνουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς χωρίς εισιτήριο.[7]
Επειδή δηλαδή επεδείκνυαν κλασικές συμπεριφορές της εργατικής τάξης που δεν μπορούσαν ακόμη να χαρακτηριστούν «παράνομες», σε μια συγκυρία όπου ο ίδιος ο ορισμός των «αποδεκτών συμπεριφορών» άλλαζε ραγδαία. Ώστε να ανταποκρίνεται στις πειθαρχικές ανάγκες ενός έθνους κράτους σε πόλεμο.[8]
Στα πλαίσια της ρητορικής της γριποτρέλλας, που αναμφίβολα αντλεί τις ιδέες της από τους καλύτερους των ειδικών, νέοι ορισμοί της «αποδεκτής συμπεριφοράς» ξεπηδούν με ρυθμό πολυβόλου.[9] Είναι όλοι τους ταξικά προσδιορισμένοι και κρύβουν τον ταξικό τους προσδιορισμό με το φύλο συκής της λέξης «αντικοινωνικός». Ο «αντικοινωνικός» είναι η ραγδαία διεύρυνση παλιών καλών κατηγοριών, όπως του «εθνοπροδότη», του «εγκληματία» και του «ανθέλληνα», τώρα με όλο και σαφέστερο ταξικό πρόσημο. Αντικοινωνικός είναι όποιος έμεινε άνεργος και βγαίνει από το σπίτι του. Αντικοινωνικός είναι όποιος τολμήσει να ανοίξει το στόμα του. Αντικοινωνικός είναι όποιος τολμήσει να φανταστεί ότι οι μικροαστοί κατά βάθος σκέφτονται να κολλήσουν τη γιαγιά τους γρίπη για να την κληρονομήσουν. Αντικοινωνικός είναι όποιος δεν κάνει λάικ στο κράτος.
Η λέξη «αντικοινωνικός» δεν είναι αντιγραφή από τον Αδόλφο Χίτλερ – προκύπτει με τρόπο φυσικό από παρόμοιες ανάγκες διεύρυνσης της περιοχής των «μη αποδεκτών συμπεριφορών», σε παρόμοιες ιστορικές συγκυρίες βαθιάς κρίσης και προετοιμασίας για πόλεμο. Ότι αυτές οι μη αποδεκτές συμπεριφορές είναι ακριβώς οι συμπεριφορές της εργατικής τάξης, δεν είναι κανένα θαύμα: όπως μας έχει εξηγήσει ο George Caffentzis και πριν από αυτόν ο Antonio Gramsci, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι η αναπαραγωγή συγκεκριμένων ωφέλιμων, παραγωγικών συμπεριφορών – γι’ αυτό άλλωστε και «αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» δεν σημαίνει πάντα και αναπαραγωγή του εργάτη.[10]
Απομένει να εξηγηθεί η βιασύνη των μικροαστών να υιοθετήσουν την έννοια του «αντικοινωνικού», και μάλιστα με τόση δριμύτητα που φτάνει να ανησυχεί πρόσκαιρα τους μικροαστοβοσκούς. Ούτε κι ετούτο είναι δυσεξήγητο. Όπως είδαμε, η ταξική θέση τους προικίζει τους μικροαστούς με μια παράξενη ιδεολογία που θεωρεί πώς όλα τα ζητήματα είναι ατομικά ζητήματα και μαζί με μια δαιμονική έλξη προς το κράτος. Οι μικροαστοί διαισθάνονται τον εμφύλιο πόλεμο που έρχεται, όπως έρχεται σε κάθε καπιταλιστική κρίση. Και κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Συντάσσονται με το κράτος τους ως «κοινωνικά υπεύθυνοι». Έτσι έκαναν οι παλαιοί ομόλογοί τους με τους Εβραίους και τους αντικοινωνικούς, έτσι κάνουν κι ετούτοι εδώ με τους φορείς ιών, έτσι θα έκαναν και οι αντίστοιχοι που θα αντιμετώπιζαν κάτι παρόμοιο, ας πούμε έναν μετεωρίτη ή μια εξωγήινη εισβολή. Οι μικροαστοί συντάσσονται με το κράτος τους, ακόμη και αν δεν καταλαβαίνουν γρι από τα ανεξιχνίαστα σχέδιά του. Γιατί, ακόμη και αν δεν ξέρουν τίποτα, ξέρουν ότι είναι αυτό το κράτος που εξασφαλίζει την ύπαρξή τους.[11]
Αυτή η προετοιμασμένη, σχεδόν αυτόματη, συστράτευση των «κοινωνικά υπεύθυνων» Ελλήνων δεν είναι βέβαια σημείο των καιρών. Αντιθέτως, είναι τόσο προετοιμασμένη, όσο και οι υπόλοιπες καλές ιδέες των αφεντικών που μας απασχόλησαν στις προηγούμενες συνέχειες αυτού του κειμένου. Οι μικροαστοί προπονούνται για τρεις δεκαετίες, ακριβώς για ετούτη τη μεγάλη ώρα. Σε διαδηλώσεις και δημοψηφίσματα, σε μαραθώνιους και σε κινήματα, σε πλατείες και σε πογκρόμ, οι μικροαστοί έμαθαν να συντάσσονται με το κράτος τους. Έμαθαν να αναζητούν την πολιτική ηγεσία τους σε πληθώρα πρωτοφανών πολιτικών σχηματισμών που στήθηκαν ακριβώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, από τον Σύριζα μέχρι τη Χρυσή Αυγή και τον Αρτέμη Σώρρα. Έμαθαν να κρύβουν τον πυρήνα της σύνταξης με το κράτος κάτω από ένα μανδύα τρέλας – λογικό γιατί το είδος του «ορθολογισμού» που αποκρύπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν ανέκαθεν πολύ φρικτό για να μοστράρεται δημοσίως.
Οι μικροαστοί έχουν προπονηθεί και περιμένουν. Περιμένουν να δουν ποιος θα χωράει στην εθνική ενότητα και ποιος όχι. Και φυσικά προσεύχονται να χωράει η πάρτη τους.
Συναισθήματα του είδους που θα ταιριάζει στα ορυχεία πτωμάτων του μέλλοντος! Εκείνο που μύριζε στην κατακλείδα εκείνης της παλιάς αφίσας, τελικά δεν ήταν παρά η πρώτη ύλη κατασκευής του εθνικοσοσιαλισμού.
[1] Για ολόκληρη την αφίσα, που τελικά μας βρήκε υπότιτλο, πατήστε εδώ. https://autonomeantifa77.wordpress.com/%ce%bb%cf%8c%ce%b3%ce%bf%cf%82/%ce%b1%cf%86%ce%af%cf%83%ce%b5%cf%82-3/#jp-carousel-1654
[2] Για λεπτομέρειες μπορεί να δει κανείς την προηγούμενη συνεισφορά «Το συγκεκριμένο σπίτι του κινήματος μένουμε σπίτι», 24/3/2020, εδώ https://autonomeantifa77.wordpress.com/2020/03/24/no-7-%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%ba%ce%b5%ce%ba%cf%81%ce%b9%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf-%cf%83%cf%80%ce%af%cf%84%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b9%ce%bd%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf/
[3] Ώπα! Άσχετη σύνδεση με μαραθώνιους! Λογικά πρέπει να πρόκειται περί κρυφοαυτόνομης!
[4] Όλα αυτά στο Ξένια Κουναλάκη, «Ξερόλες κατά Covidiots», Καθημερινή, 26/3/2020. https://www.kathimerini.gr/1070873/opinion/epikairothta/politikh/3eroles-kata-covidiots
[5] Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι το κάλεσμα των μικροαστών σε ιντερνετική μετριοπάθεια δεν ήταν αποκλειστικά της Ξένιας, αλλά αποτελούσε μία από τις γραμμές της εφημερίδας. Το ξέρουμε γιατί, λίγες σελίδες παρακάτω, ο Σάκης Ιωαννίδης προέτρεπε τα απανταχού celebrities να μην «μετατρέπουν την καραντίνα τους σε trend» γιατί μοστράροντας τις σπιταρώνες τους στα ίντερνετς, προκαλούν «το κοινό» τους. Όσο για το τι είναι «το κοινό» των celebrities, «Πού είναι τώρα το κοινό; Κλεισμένο στο σπίτι. Σε παλιά δυάρια και τριάρια, σε εφηβικά δωμάτια γεμάτα από ζωές που δεν έζησαν, εκεί όπου οι φωτογραφίες [των σπιταρώνων στα social media] έχουν φόντο την μπουγάδα των απέναντι και η απόσταση μέχρι το χωλ δεν είναι παραπάνω από τρία βήματα. Το κοινό έκανε το σπίτι του γραφείο ή ακόμη χειρότερα έμεινε χωρίς δουλειά (…)».Αυτά τρεις σελίδες παρακάτω από την κρυφοαυτόνομη Ξένια, στο Σάκης Ιωαννίδης, «Καραντίνα… yolo», Καθημερινή, 26/3/2020. https://www.kathimerini.gr/1070830/article/epikairothta/ellada/karantina-yolo
[6]«Κοροναϊός : Πολεμικό διάγγελμα Μητσοτάκη – Τι ζήτησε από τους πολίτες», Τα Νέα, 18/03/2020.
[7]S. Bologna, Ναζισμός κι Εργατική Τάξη, AntifaScripta, 2011, σ. 90.
[8] Με παρόμοιο τρόπο, η αμερικανική εργατική τάξη της δεκαετίας του ’80 χαρακτηριζόταν από τους μπατσοειδικούς «αντικοινωνική» χωρίς να είναι «βίαια άτομα, ούτε απαραίτητα εγκληματίες, αλλά ανυπόληπτα, ενοχλητικά ή ανισόρροπα άτομα: ζητιάνοι, μεθυσμένοι, εθισμένοι, νεαροί νταήδες, πόρνες, αργόσχολοι, πνευματικά διαταραγμένοι». Δες J. Wilson & G. Kelling, “Broken Windows”, Atlantic Monthly, 03/1982. Περιλαμβάνεται στο UnfairPlay, Σπασμένα Τζάμια: Σκέψεις για τη Δημόσια Τάξη και το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε Καιρούς Κρίσης, Αρχείο71, 2016, σ. 65.
[9] Πρόσφατα, για παράδειγμα, κληθήκαμε όλοι να αποδεχτούμε ότι η απαγόρευση του καπνίσματος ήταν ζήτημα «κοινωνικής υπευθυνότητας». Ότι το κάπνισμα είναι «αντικοινωνική συμπεριφορά», όπως μας λένε εδώ και χρόνια. Και δεν το λένε μόνο οι δεξιοί· «αντικοινωνική συμπεριφορά» το είχε χαρακτηρίσει και ο Υπουργός Υγείας του Σύριζα Α. Ξανθός το 2016: «Ξανθός: Αυστηρότερη εφαρμογή της νομοθεσίας για το κάπνισμα», Το Βήμα, 09/06/2016.
[10] Αυτά τα δυσοίωνα Συνοψίζονται στο «Η Παραξενιά του Παράξενου Εμπορεύματος: Μια Ιστορία της Έννοιας ‘Εργατική Δύναμη», Antifa Scripta, 2014. http://www.antifascripta.net/LinkClick.aspx?fileticket=aeuoaObA02A%3d&tabid=95
[11] Για περισσότερα σχετικά με τον συνδυασμό ταξικής θέσης και ιδεολογίας του μικροαστού δες «Τέσσερις ρηχές σκέψεις για το χρήμα, το κράτος, τους μικροαστούς και τον Αρτέμη Σώρρα», antifa #56, 6/2017, δηλαδή εδώ: http://www.antifascripta.net/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%B7/%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%8256/tabid/257/Default.aspx