Όποιο κανάλι κι αν κοιτάξεις, όποια ιστοσελίδα κι αν διαβάσεις, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, παντού θα συναντήσεις και μια ανάλυση για την «αύξηση της εγκληματικότητας». Το ποίημα πάει ως εξής: Στις πλατείες οι «συμμορίες αλλοδαπών» ληστεύουν και πουλάνε ναρκωτικά. Στα σχολεία οι «συμμορίες ανηλίκων» κάνουν μπούλινγκ στα παιδιά μας. Στα γήπεδα οι «συμμορίες χούλιγκαν» κάνουν επεισόδια και δολοφονούν. Σύμφωνα με τα μήντια, συμμορίες κάθε είδους λυμαίνονται το δημόσιο χώρο· σύμφωνα με τα μήντια το κράτος δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Άρα, μας λένε, χρειάζονται κι άλλοι ειδικοί, κι άλλα μέτρα, κι άλλοι νόμοι και φυσικά κι άλλη αστυνομία.
Το σκάλωμα που έχουν φάει το κράτος, τα ΜΜΕ και τα πολιτικά κόμματα με την πάρτη μας είναι άνω ποταμών. Για την ώρα αυτό το σκάλωμα έχει σαν αιχμή του τις «συμμορίες ανηλίκων». Σε λίγο καιρό η αιχμή θα αλλάξει. Το σίγουρο είναι ότι τη στιγμή που μιλάμε χιλιάδες ρουφιάνοι μας έχουν πιάσει στο στόμα τους. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι ζόρι τραβάνε όλοι αυτοί με μας. Θα μιλήσουμε από τη σκοπιά ανθρώπων που θεωρούν ότι οι ειδικοί, τα μέτρα, οι νόμοι και η αστυνομία είναι εχθροί μας.
1. Μας βαφτίζουν εγκληματίες
Μας φαίνεται σημαντικό να ανατρέξουμε σε κάποια κραυγαλέα παραδείγματα αυτού του ιδεολογικού πολέμου. Θα ανακαλύψουμε ότι οι κρατικές προσπάθειες να παρουσιαστούν οι νέες γενιές της εργατικής τάξης ως «εγκληματικές», «ανορθολογικές» και «βίαιες» έχουν την ιστορία τους.
-Οι μαθητικές καταλήψεις του 2020
Καθώς, μέσα στο 2020, το ελληνικό κράτος κανόνιζε τα «ειδικά υγειονομικά μέτρα», δηλαδή την απαγόρευση κυκλοφορίας και το κόψιμο των μισθών, βρέθηκε αντιμέτωπο με εκατοντάδες κατειλημμένα σχολεία. Ένα μεγάλο κομμάτι της πολυεθνικής νεολαίας αρνήθηκε να τηρήσει τα «μέτρα», έγραψε εκεί που δεν πιάνει μελάνι τις εντολές των ειδικών και επιτέθηκε με ειρωνεία στις εκκλήσεις των δεξιών κι αριστερών για πειθαρχία. Αυτό το ζωντανό, πολυεθνικό και απείθαρχο κομμάτι των μαθητών που αντιδρούσε στα μέτρα αντιμετωπίστηκε πολύ γρήγορα από την κρατική προπαγάνδα με την κατηγορία του «ακροδεξιού, που φοβάται μη του βάλουν τσιπάκι στη μάσκα». Η κρατική γραμμή υιοθετήθηκε πρόθυμα από τα ΜΜΕ και τα πολιτικά κόμματα που έβλεπαν «ανορθολογισμό» στις προσπάθειες της εργατικής τάξης να αντέξει στην επίθεση που δεχόταν.
Η ίδια γραμμή επιστρατεύτηκε λίγο καιρό μετά απέναντι στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης στη Θεσσαλονίκη. Τα πιο μαζικά σημεία συγκέντρωσης της πολυεθνικής νεολαίας της πόλης (τα ΕΠΑΛ και οι δυτικές γειτονιές) στιγματίστηκαν ως «φωλιές φασιστών» από ανθρώπους που δεν έχουν πατήσει το πόδι τους ούτε μια φορά από κει. Το νόημα ήταν σαφές: τα σχολεία και οι γειτονιές της εργατικής τάξης είναι παραδομένα στο «φασισμό» και τον «ανορθολογισμό».
-Το ξύλο στον σταθμάρχη το 2021
Δυο νεαρά αδέρφια από το Περιστέρι έδειραν έναν φασίστα σταθμάρχη μέσα στο μετρό. Είχε προηγηθεί η παρατήρηση του σταθμάρχη προς τα αδέρφια να βάλουν τα πόδια τους εδώ κι όχι εκεί, η απαίτησή του να φορέσουν μάσκα και τέλος η εξύβριση της μάνας των παιδιών «που έχει αναθρέψει τέτοια ζώα». Το ξύλο που έφαγε ο σταθμάρχης ήταν αναμενόμενο και εν πολλοίς δίκαιο. Κι όμως! Για έναν ολόκληρο μήνα το βίντεο με το ξύλο στον σταθμάρχη πήδαγε από κανάλι σε κανάλι. Γιατί παρουσίαζε τα δυο αδέρφια από το Περιστέρι ως «αρνητές των μέτρων». Ως βίαια κτήνη. Ως ντυμένους με τα ίδια «μαύρα μπουφάν». Και τελικά ως μεγαλωμένους «δίχως αρχές». Ο στόχος ήταν κι εδώ σαφής: η εργατική τάξη και τα παιδιά της είναι βίαιοι κι ανορθολογικοί. Η μεσαία τάξη είναι «σκεπτόμενη», τηρεί τα μέτρα κι έχει πρότυπό της ένα φασίστα σταθμάρχη.
-Το έγκλημα γενικώς
«Πρωτοφανής βία»! Μ’ αυτά τα λόγια οι κρατικοί μηχανισμοί έχουν βαλθεί να περιγράψουν την εποχή μας. Ζούμε μέσα σ’ ένα ασταμάτητο αστυνομικό δελτίο με πρωταγωνιστές «τράπερς», «χούλιγκανς», «ανήλικες που ψαρεύουν πελάτες μέσω facebook», «παραβατικούς εφήβους», «ναρκομανείς». Ο κατάλογος των δημοσιογράφων δεν έχει τελειωμό, γιατί στην πραγματικότητα αυτό που εκτίθεται στον δημόσιο λόγο δεν είναι μια δημοσιογραφική άποψη, αλλά μια πολιτική αφήγηση. Η αφήγηση μεταδίδεται από τα κανάλια, αλλά δε φτιάχνεται στα κανάλια. Η αφήγηση φτιάχνεται μέσα από τη συντονισμένη δουλειά του Υπουργείου Παιδείας, Εργασίας, Προστασίας του Πολίτη και Δικαιοσύνης. Η κατασκευή της φιγούρας του «ανήλικου εγκληματία» είναι μια ιδεολογία για μαζική χρήση: στοχεύει να εγκληματοποιήσει μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης κι ύστερα να τα παραδώσει στους αρμόδιους κρατικούς μηχανισμούς για «σωφρονισμό». Κι από τέτοιους μηχανισμούς άλλο τίποτα.
2. Για να μας συμπεριφερθούν ως εγκληματίες
Ας πούμε, η κυρία Ζαχαράκη, Υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, έθετε τον Οκτώβρη που μας πέρασε τους στόχους του Υπουργείου της ως εξής: «Η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων είναι εθνική υπόθεση». Συνέχιζε: «Έχουμε διπλασιάσει τον αριθμό των ψυχολόγων-κοινωνικών λειτουργών σε 3.200». Προχωρούσε: «Μόνο τον μήνα Σεπτέμβριο, συνελήφθησαν συνολικά 1.353 ανήλικοι για διάφορα αδικήματα». Ξεκαθάριζε: «η πανδημία επηρέασε και τον παραδοσιακό θεσμό της οικογένειας […] ενθάρρυνε την έλλειψη του ελέγχου των γονέων απέναντι στα παιδιά τους […] θα πρέπει να ενθαρρύνουμε την εφαρμογή δράσεων που θα ευνοήσουν την ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας από τη βάση της». Και κατέληγε: «Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το πολυδιάστατο έργο που επιτελούν τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας στον τομέα της αντιμετώπισης των παραβατικών φαινομένων των ανηλίκων».
Με λίγα λόγια: το κράτος εργάζεται σκληρά για την αύξηση των συλλήψεων που αφορούν ανήλικους και κατόπιν παρουσιάζει αυτόν τον αυξημένο αριθμό συλλήψεων για να δικαιολογήσει την αστυνομική διαχείριση της εργατικής τάξης. Μόνο που ο αυξημένος αριθμός συλλήψεων δε σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα. Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κράτος έχει αρχίσει κι αντιμετωπίζει ως έγκλημα συμπεριφορές που μέχρι πρότινος δεν αντιμετωπίζονταν έτσι: τις φάπες ανάμεσα σε συνομηλίκους σ’ ένα σχολείο· το άναμμα ενός καπνογόνου σ’ έναν αθλητικό χώρο· μια βρισιά· τον διαπληκτισμό μ’ έναν ελεγκτή εισιτηρίων.
Αλλά, όπως λέει η κυρία Ζαχαράκη το αστυνομικό έργο απέναντι στους ανηλίκους είναι «πολυδιάστατο», δηλαδή δεν έρχεται σε πέρας μονάχα με μπάτσους. Στο μικροσκόπιο του κρατικού ενδιαφέροντος μπαίνει πια κατευθείαν η λειτουργία της οικογένειας της εργατικής τάξης. Το κράτος θέλει να επέμβει στη ζωή αυτής της οικογένειας, θέλει να κατευθύνει τη λειτουργία της, θέλει να έχει λόγο για το μεγάλωμα των παιδιών. Κι εδώ είναι που κολλάει η προβληματοποίηση των γονιών της εργατικής τάξης, οι οποίοι βαφτίζονται «ανεύθυνοι» κι «αδιάφοροι», για να κατηγορηθούν τελικά ότι «μεγαλώνουν τα παιδιά τους με λάθος πρότυπα». Η στοχοποίηση του οικογενειακού περιβάλλοντος εντός του οποίου μεγαλώνουν οι «ανήλικοι εγκληματίες», πάει παρέα με την ανάμειξη κάθε είδους κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων που με την επιστημονική τους ιδιότητα προσπαθούν να ευθυγραμμίσουν τις κακές οικογένειες με τα κρατικά πρότυπα και να οργανώσουν αποτελεσματικότερα τον έλεγχο των «νεαρών – εγκληματιών».
Κι εντωμεταξύ το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο αλλάζει. Όπως μάλιστα μας πληροφορούν οι ειδικοί της δικαιοσύνης ο νέος ποινικός κώδικας θα μεριμνά ώστε όσοι καταδικάζονται σε ποινή φυλάκισης άνω των δύο ετών (δηλαδή το σύνολό σχεδόν όσων οδηγούνται στο δικαστήριο) να μπαίνουν στ’ αλήθεια στη φυλακή. Δηλαδή, αν κάποιος ψειρίσει μια σάλτσα από ένα σούπερ μάρκετ, αν κάποιος συλληφθεί με ένα μπάφο, αν κάποιος βάψει ένα τοίχο θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει στην πράξη τι σημαίνει σωφρονισμός. Οι νέες φυλακές που χτίζονται εγγυώνται ότι το «προϊόν φυλακισμένος» που θα προκύψει μαζικά από τη βιομηχανία κατασκευής εγκληματιών θα έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του. Αυτό είναι που ονομάζουν δικαιοσύνη!
Και μιας και λέμε για δικαιοσύνη θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι νέες ποινικές νομοθεσίες προβλέπουν ότι μπορεί κάποιος να γλιτώσει τη φυλακή αν δεχτεί να δουλέψει τζάμπα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Καταλάβατε πώς πάει; Εσύ πίνεις ένα μπάφο, ο μπάτσος σε μαζεύει, ο κοινωνικός λειτουργός έρχεται σπίτι σου για να ελέγξει, ο δικαστής σου ρίχνει ποινή, το κράτος σου χει βρει απλήρωτη δουλειά να κάνεις. Ήδη μάλιστα περίπου 1500 κρατικές υπηρεσίες (δήμοι, νοσοκομεία κλπ) έχουν δηλώσει ότι ενδιαφέρονται «να απασχολήσουν κοινωφελή εργασία», δηλαδή να βρουν τζάμπα εργάτες να κάνουν τα χαμαλίκια.
Την περισσότερη πλάκα μάλιστα την έχουν κάτι αριστεροί που μας λένε ότι αν αφήσουμε τη δικαιοσύνη, την αστυνομία, το κράτος γενικώς, να κάνουν «καλά» τη δουλειά τους, τότε το πράγμα θα βελτιωθεί. Μας λένε δηλαδή να βλέπουμε στους δήμιους μας, τα πρόσωπα των σωτήρων μας.
3. Οι πραγματικοί εγκληματίες
Φυσικά δεν τους τσίμπησε όλους μύγα και μας βαφτίζουν εγκληματίες. Το αντίθετο μάλιστα. Η κατάσταση στις δουλειές ζορίζει όλο και πιο πολύ. Το κράτος έχει κανονίσει μέσω νομοθεσίας και μέσω άγραφων κανόνων να διατηρεί τους μισθούς στον πάτο προς μεγάλη χαρά των αφεντικών μας. Ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης, εκατοντάδες χιλιάδες από εμάς είμαστε αναγκασμένοι να δουλεύουμε στα κάτεργα που ονομάσαν δουλειές, δηλαδή σε τηλεφωνικά κέντρα, ντελίβερι, σερβιτοριλίκια κι ένα σωρό άλλα. Την ίδια στιγμή, οι τιμές όσων χρειαζόμαστε για να ζήσουμε ανεβαίνουν σα να μην υπάρχει αύριο: τα ενοίκια των σπιτιών έχουν φτάσει στο Θεό, το σούπερ μάρκετ και οι λογαριασμοί του ρεύματος το ίδιο. Το κράτος ρίχνει την ευθύνη στον «πληθωρισμό» λες και δεν κανονίζει το ίδιο την οικονομική του πολιτική.
Κι εντωμεταξύ, η διεθνής κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί τα χρήματα που μας κλέβει μέσω φορολογίας για να αγοράζει όπλα, αεροπλάνα και φρεγάτες. Το ελληνικό κράτος εμπλέκεται σε ευρύτερους πολεμικούς σχεδιασμούς. Χώνεται σε κάθε μέτωπο του παγκόσμιου πολέμου σε μια ζώνη που εκτείνεται από τη βόρειο Αφρική, μέχρι την κεντρική Ασία κι από την Ουκρανία μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα. Η ρητορική που υιοθετήθηκε την περίοδο της καραντίνας («είμαστε σε πόλεμο μ’ έναν αόρατο εχθρό») εξελίχθηκε σε κανονική πολεμική ρητορική και σε πόλεμο με ορατούς εχθρούς. Το ανώτατο πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα κι αλλού εξηγεί με κάθε ευκαιρία ότι οι κοινωνίες μας πρέπει να προετοιμάζονται για πόλεμο, ότι πρέπει να μάθουν να ζουν σε κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης.
Το κράτος έχει επίγνωση της ταξικής δυσαρέσκειας που συσσωρεύεται στα κατώτερα στρώματα αυτής της κοινωνίας. Χιλιάδες από εμάς έχουμε χιλιάδες λόγος να αντιδρούμε στη ζωή που μας έχει επιβληθεί. Γι αυτό έχει βαλθεί το κράτος και οι ρουφιάνοι του να βλέπουν παντού «έγκλημα» και «συμμορίες». Γι’ αυτό έχουν κανονίσει να ζούμε υπό αστυνομική πίεση εδώ και τόσα χρόνια και κανονίζουν ακόμη περισσότερα για το μέλλον. Γιατί προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι θα υποστούμε αδιαμαρτύρητα τις στερήσεις σήμερα, καθώς κι αυτές που μας ετοιμάζουν στη συνέχεια.
Το κράτος δρα προληπτικά: Φροντίζει να μας βαφτίσει εγκληματίες, έχοντας οργανώσει από πριν τους μηχανισμούς που θα μας αντιμετωπίσουν.
Από παντού εκπέμπονται μηνύματα πειθάρχησης κι υποταγής.
Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό.
Αλλά την ίδια στιγμή ακόμη και μέσα στο ζόφο μπορεί κανείς να εντοπίσει σημάδια αισιοδοξίας. Είμαστε πολλοί αυτοί που δε θέλουμε να ζούμε έτσι. Είμαστε πολλοί περισσότεροι αυτοί που δε μπορούμε να ζούμε έτσι. Οι δυνάμεις που επιστρατεύονται εναντίον μας μας αναγκάζουν να γίνουμε πιο ανθεκτικοί, πιο εφευρετικοί, πιο έμπειροι. Δηλαδή πιο ικανοί να τα φέρουμε όλα τούμπα.